Ὅλοι οἱ παρόντες ἠκροάσθησαν ἐν σιωπῇ τὴν σύντομον καὶ αὐτοσχέδιον ταύτην διδαχὴν τοῦ παπᾶ. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ ἔσπευσε νὰ εἴπῃ:

“Ἀλήθεια, παπᾶ μ’, δὲν εἶναι καλὸ πρᾶμα αὐτοδά, θὰ πῶ, ν’ ἀφήνουν τόσα χρόνια τώρα τὸ Χριστὸ ἀλειτούργητο τὴν ἡμέρα τῆς Γέννας του… Γιὰ τοῦτο θὰ μᾶς χαλάσ’ κι οὐ Θεός!”

“Κι εἴχαμε κάμει κι ἕνα τάξιμο πέρυσι τὸ Δωδεκάμερο — ἀλήθεια, παπαδιά;” εἶπεν αἴφνης στραφεὶς πρὸς τὴν συμβίαν του ὁ ἱερεύς.

Ἡ παπαδιὰ τὸν ἐκοίταξεν ὡς νὰ μὴν ἐνόει.

“Ὅπου ἦταν ἄρρωστος αὐτὸς ὁ Λαμπράκης” ἐπανέλαβεν ὁ ἱερεύς, δεικνύων τὸν δωδεκαετῆ υἱόν του. “Θυμᾶσαι τὸ τάμα ποὺ κάμαμε;”

Ἡ παπαδιὰ ἐσιῶπα.

“Ἔταξες, ἂν γλυτώσῃ, νὰ πᾶμε ‘σα μπροστὰ νὰ λειτουργήσουμε τὸ Χριστό, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του”.

“Τὸ θυμοῦμαι” εἶπε σείουσα τὴν κεφαλὴν ἡ παπαδιά.

Τῷ ὄντι, ὁ μόνος υἱὸς τοῦ παπᾶ, ὁ δωδεκαετὴς Σπῦρος, ὃν αὐτὸς ἀπεκάλει εἰρωνικῶς καὶ θωπευτικῶς Λαμπράκην, ἕνεκα τῆς ἄκρας ἰσχνότητος καὶ ἀδυναμίας, ἐξ ἧς ἔφεγγεν οἱονεὶ τὸ προσωπάκι του, εἶχε κινδυνεύσει ν’ ἀποθάνη πέρυσι τὰς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων. Ἡ παπαδιά, ἥτις ἤγγιζεν ἤδη τὸ πεντηκοστὸν καὶ τὸν εἶχε μόνον καὶ ὑστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων ἐπιζώντων κορασιῶν, ὧν αἱ δυὸ πρῶται ἦσαν ὑπανδρευμέναι ἤδη, καὶ μετὰ ὀκτὼ γέννας, ὧν αἱ δύο διδύμων, καὶ πέντε θανάτους, ἡ παπαδιὰ εἶχε τάξει, ἂν ἐγλύτωνε τὸ ἀγόρι της, νὰ ὑπάγῃ τοῦ χρόνου νὰ λειτουργήσῃ τὸν Χριστόν.