Ὅταν ἔμελλον νὰ ἐπιβιβασθῶσιν, εὑρέθησαν δεκαπέντε ἄτομα. Ἡ ἀπόφασις τοῦ παπᾶ καὶ ἡ γενναιότης τοῦ μπαρμπα-Στεφανῆ, μετὰ τὴν πρώτην ἔκπληξιν, ἐνέβαλε θάρρος εἰς ἄνδρας καὶ γυναῖκας. Ἦσαν δὲ ὅλοι ἐξ ἐκείνων, οἵτινες συχνὰ τρέχουσιν, ἄρρητον εὑρίσκοντες ἡδονήν, εἰς πανηγύρια καὶ εἰς ἐξωκκλήσια. Ἦσαν ὁ παπα-Φραγκούλης μετὰ τῆς παπαδιᾶς, τῆς Βασὼς καὶ τοῦ Σπύρου, ὁ μπαρμπα-Στεφανῆς μετὰ τοῦ δεκαεπταετοῦς υἱοῦ, ὅστις ἦτο καὶ ὁ ναύτης του, ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, ὁ κὺρ Ἀλεξανδρῆς ὁ ψάλτης, τρεῖς ἄλλοι πανηγυρισταὶ καὶ τέσσαρες προσκυνήτριαι. Τὴν τελευταίαν στιγμὴν προσετέθη καὶ δέκατος ἕκτος.

Οὗτος ἦτο ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνοῦς, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀργύρη, τοῦ ἀποκλεισμένου ἀπὸ τὰς χιόνας. Ἦλθεν εἰς τὴν ἀποβάθραν μὲ σάκκον πλήρη τροφίμων καὶ μὲ ἄλλα τινὰ ἐφόδια διὰ τὴν ἐκδρομήν. Ἰδὼν αὐτὸν ὁ ἱερεύς:

“Πῶς τὸ ἔμαθες, Βασίλη;” τοῦ λέγει.

“Τὸ ἔμαθα, παπᾶ, ἀπ’ τὸ μαστρο-Πανάγο τὸ μαραγκό”.

“Τί ὥρα καὶ ποῦ τὸν εἶδες;”

“Κατὰ τὰς δέκα τὸν ηὕρα εἰς τὸ καπηλειὸ τοῦ Γιάννη τοῦ Μπουμπούνα. Εἶχε φάει ψωμὶ κι ἐβγῆκε νὰ πιῆ δυὸ τρία κρασιὰ μὲ τὸ ἰσνάφι. Ἔλεγε πὼς ἀποφασίσατε νὰ πᾶτε στὸ Κάστρο, καὶ σᾶς ἐκατάκρινε’ γιὰ τὴν τόλμη. Μὰ ἐγὼ τὸ χάρηκα, γιατί ἀνησυχῶ γιὰ κεῖνον τὸν ἀδερφό μου, καὶ θέλω νἀρθῶ μαζί σας, ἂν μὲ παίρνετε”.