“Μπράβο, Στεφανῆ, τώρα μ’ ἔκαμες ν’ ἀποφασίσω. Ἤπιες ρακί; Τράβα κι ἄλλο ἕνα”, εἶπεν ὁ παπᾶς.

“Ἔχω πιεῖ πέντ’ ἕξ ὣς τώρα, ἔτσι νἄχω τὴν εὐχή σ’, παπᾶ”.·

“Πιὲ κι ἄλλο ἕνα νὰ γίνουν ἑφτά”.

Ὁ μπαρμπα-Στεφανῆς ἐρρόφησε γενναίαν δόσιν ἐκ τῆς μικρᾶς φιάλης, τῆς πάντοτε κενουμένης καὶ οὐδέποτε στειρευούσης, τοῦ ἱερατικοῦ μελάθρου.

“Εἴσαστ’ ἕτοιμοι, εἴσαστ’ ἕτοιμοι;” εἶπεν ἀκολούθως. “Πῆρες τὰ ἱερά σ’, παπᾶ, τὰ χαρτιά σ’ οὗλα, τἄχεις ἕτοιμα; Ἔχετε τίποτε πράματα νὰ σᾶς κουβαλήσω, γιὰ νἄμαστ’ ἀ-σένιο;”

“Ἀπὸ τώρα;” εἶπεν ὁ παπα-Φραγκούλης.

“Ἀπὸ τώρα! Τί λές; Νὰ εἴμαστ’ ἀ-πρόντο, παπᾶ. Ἐγὼ στὲς δυὸ θἀρθῶ νὰ σᾶς φωνάξω, κι ἐσεῖς νὰ εἴσαστ’ ἀ-λέστα. Διάβασε τί θὰ διαβάσης, παπᾶ, καὶ στὲς τρεῖς νὰ μπαρκάρουμε”.

“Ἐγὼ θὰ εἶμαι ξυπνητὸς ἀπ’ τὴ μία” εἶπεν ὁ ἱερεύς, “γιατί ἔχω τὸ ξυπνητήρι μου… Κι ἔπειτα, εἶμαι μοναχός μου ξυπνητήρι. Μὰ στὲς τρεῖς, εἶναι πολὺ νωρίς. Νὰ χαράξη, Στεφανῆ, καὶ νὰ μπαρκάρουμε”.

“Στὲς τρεῖς, στὲς τέσσερες, παπᾶ, γιὰ νὰ μὴν πέση ὁ ἀέρας, νὰ τὸν ἔχουμε πρύμα ὡς τὲς Κουκ’ναριές, νἄχουμε μέρα μπροστά μας. Ἀπὸ ‘κεῖ ὣς τὸ Μανδράκι κι ὣς τὸν Ἀσέληνο, τραβοῦμε σιγὰ σιγὰ μὲ τὸ κουπί. Ἀπὸ ‘κεῖ ὣς τὶς Κεχρεὲς κι ὣς τὴν Ἁγία Ἑλένη, θὰ μᾶς παίρνῃ ἀγάλι-ἀγάλια μὲ τὸ πανάκι. Κι ἀπ’ τὴν Ἁγία Ἑλένη κι ἐκεῖ, ἂν δὲν μπορέσουμε νὰ μ’νταρουμε…”