Ὡς διὰ νὰ ψεύσῃ τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ γέροντος πορθμέως, ὀξὺς συρριγμὸς παγεροῦ βορρᾶ ἠκούσθη, σείων τὰ δένδρα τοῦ κήπου καὶ τοὺς ξυλοτοίχους τοῦ μαγειρείου ἐπὶ τοῦ σκεπαστοῦ ἐξώστου τῆς οἰκίας, αἱ ὕελοι δὲ καὶ τὰ παράθυρα ἀπήντησαν διὰ γοεροῦ στεναγμοῦ.

“Νά, ἀκοῦς; Καλοσύνεψε!” εἶπε καγχάζων θριαμβευτικῶς ὁ μαστρο-Πανάγος.

“Σιώπα ἐσύ, δὲν ξέρ’ς ἐσύ” ἀνέκραξεν ὁ Στεφανῆς. “Ἐσὺ ξέρ’ς νὰ πελεκᾶς στραβόξυλα καὶ νὰ καρφώνῃς μαδέρια. Αὐτὴ εἶναι ἡ στερνὴ δύναμη τῆς φουρτούνας, εἶναι ἀέρας ποὺ ψ’χομαχάει. Αὔριο θὰ μαλακώσ’ ὁ καιρός, σᾶς λέω ἐγώ. Μπορεῖ νἄχουμε ἀκόμα καὶ καμμία μικρὴ χιονιά, δὲ σᾶς λέω, μὰ ἡμεῖς, ἀπὸ Σταβέτ, ἀνάγκη δὲν ἔχουμε”.

“Καὶ σὰν τόνε γυρίση στὸ μαΐστρο;” ἐπέμεινεν ὁ μαραγκός.

“Κι χωρὶς νὰ τόνε γυρίση στὸ μαΐστρο, ἐγὼ σ’ λέω πὼς ἀπ’ τὴν Κεχριὰ κι ἐκεῖ θενἄχουμε θαλασσίτσα” εἶπε τρίβων τὰς χεῖρας ὁ Στεφανῆς. “Αὐτὰ εἶναι ἀποθαλασσιὲς καὶ δὲ λείπουν, κατάλαβες, κι ὁ κόρφος μπουκάρει ὁλοένα, κι οὗλο στρίβει. Μὰ δὲ μᾶς πειράζ’ ἡμᾶς αὐτό. Ἐγώ σᾶς παίρνω ἀπάνου μ’, ὁ Στεφανῆς σᾶς παίρνει ἀπάν’ τ’!”