Ἔκαμψαν τὸ Καλαμάκι καὶ ἀκόμη δὲν εἶχε χαράξει. Ἤρχισε μόλις νὰ γλυκοχαράζῃ πέραν τῆς ἀγκάλης τοῦ Πλατανιᾶ. Ἔφεξαν εἰς τὸν Στρουφλιά, ἀντικρὺ τοῦ τερπνοῦ καὶ συνηρεφοῦς δάσους τῶν πιτύων, ἐξ οὗ ἡ θέσις ὀνομάζεται Κουκ’ναριές. Τότε οἱ ἐπιβάται εἶδον ἀλλήλους ὑπὸ τὸ πρῶτον λυκόφως τῆς ἡμέρας, ὡς νὰ ἔβλεπαν ἀλλήλους πρώτην φοράν. Πρόσωπα ὠχρὰ καὶ χείλη μελανά, ρῖνες ἐρυθραὶ καὶ χεῖρες κοκκαλιασμέναι. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ εἶχεν ἀποκοιμηθῆ δὶς ἤδη ὑπὸ τὴν πρύμνην, ὅπου ἔσκεπε τὸ πρόσωπόν της μὲ τὴν μαύρην μανδήλαν ὣς τὴν ρῖνα, μὲ τὴν ρῖνα σχεδὸν ὣς τὰ γόνατα. Ὁ κὺρ Ἀλεξανδρῆς εἶχε πάρει δυὸ τροπάρια παραπλεύρως αὐτῆς, ὀνειρευόμενος ὅτι ἦτο ἀκόμη εἰς τὴν κλίνην του καὶ ἀπορῶν πῶς αὕτη ἐκινεῖτο εὐρύθμως ὡς βρεφικὸν λίκνον. Ὁ υἱὸς τοῦ παπᾶ, ὁ Σπῦρος, ἔκαμνε συχνὲς μετάνοιες, καὶ ὅσον αἷμα εἶχεν, εἶχε συρρεύσει ὅλον εἰς τὴν ρῖνα του, ἥτις ἦτο καὶ τὸ μόνον ὁρατὸν μέλος τοῦ σώματός του. Ἡ παπαδιά, ἐν τῇ εὐσεβεῖ φιλοστοργίᾳ της, εἶχε κρίνει ὅτι ᾤφειλε νὰ τὸν πάρῃ μαζί, ἀφοῦ δι’ αὐτὸν ἦτο τὸ τάξιμον. Τὸν ἀπέσπασεν ἀποτόμως τῆς κλίνης, τὸν ἔνιψε καὶ τὸν ἐνέδυσε μὲ διπλᾶ ὑποκάμισα, δύο φανέλλας, χονδρὸν μάλλινον γελέκιον, διπλοῦν σακκάκι κι ἐπανωφόρι, καὶ περιετύλιξε τὸν λαιμόν του μὲ χνοῶδες ὁλομάλλινον μανδήλιον, ποικιλόχρουν καὶ ραβδωτόν, μακρὸν καταπῖπτον ἐπὶ τὸ στερνὸν καὶ τὰ νῶτα. Τώρα, παρὰ τὴν πρύμνην, ἀριστερόθεν τοῦ παπᾶ καθημένη, ἀριστερά της εἶχε τὸν Σπῦρον, καὶ ζητοῦσα αὐτομάτως νὰ ψηλαφήση τοὺς βραχίονας καὶ τὸ στῆθος του, δὲν εὕρισκε σχεδὸν σάρκα ὑπὸ τὴν βαρεῖαν σκευήν, δι’ ἧς εἶχε περιχαρακώσει τὸν υἱόν της. Ὁ παπᾶς, ὅστις δὲν εἶχεν ἀποβάλει τὴν φαιδρότητά του, οὐδ’ ἔπαυε ν’ ἀνταλλάσσῃ ἀστεϊσμοὺς καὶ σκώμματα μὲ τὸν μπαρμπα-Στεφανῆν, στρεφόμενος πρὸς αὐτὴν ἐνίοτε τῆς ἔλεγε: