“Νά, γι’ αὐτόνε τὸ Λαμπράκη, τὸ γυιό σου, τὰ παθαίνουμε αὐτά, παπαδιά”.

“Καὶ τί πάθαμε, μὲ τ’ δύναμ’ τ’ Θεοῦ;” ἀπήντα ἡ παπαδιά, ἥτις, κατὰ βάθος, πολὺ ἀνησυχεῖ μὲ αὐτὸ τὸ παράτολμον ταξίδιον. Εὐτυχῶς, ἡ παρουσία τοῦ παπᾶ τῆς ἔδιδε θάρρος.

“Δὲ μ’ λές, παπαδιά” εἶπε μὲ τὴν τραχείαν φωνήν του ὁ μπαρμπα-Στεφανῆς, θελήσας ν’ ἀστεϊσθῆ καὶ μὲ τὴν πρεσβυτέραν, “δὲ μ’ λές, γιατί λένε: Κύρι’ ἐλέησον, παπαδιά! πέντε μῆνες δυὸ παιδιά”;

“Γιατί, μαθές, τὸ λένε;” ἀπήντησε χωρὶς νὰ πειραχθῆ ἡ πρεσβυτέρα. “Πάρε παράδειγμα ἀπὸ μένα. Ὀχτὼ γέννες, δέκα παιδιά”.

“Θὰ πῇ, τὸ λοιπόν, πὼς οἱ παπαδιὲς εἶναι πολὺ καρπερές. Μὰ γιατί;”

“Γιατί οἱ παπάδες δὲ λείπουν χρόνο-χρονικῆς ἀπὸ κοντά τους” εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ.

“Νά, τὸ Μαλαμὼ πάλι τὸ κατάλαβε” εἶπεν ὁ παπᾶς, “δὲν σᾶς τὄλεγα ἐγώ; Ἐσὺ κι ὁ ἐξάδερφός σου ὁ Ἀλεξανδρῆς” — ἐννοῶν τὸν ψάλτην — “ἔχετε μεγάλον νοῦ”.

Ὁ παπᾶς δὲν ἔπαυε ν’ ἀστεΐζεται μὲ ὅλας τὰς ἐν τῷ πλοιαρίῳ ἐνορίτισσάς του. Εἰς τὴν μίαν ἔλεγε: “Μὰ κεῖνος ὁ Θοδωρῆς” —ἐννοῶν τὸν ἄνδρα της— “κοιμᾶται ὅταν τὰ φτιάνῃ αὐτὰ τὰ παιδιά;” Εἰς τὴν ἄλλην: “Μὰ δὲν εἶναι καμμία ποὺ νὰ μὴ θέλῃ παντρειά! Ἐγὼ ἔχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπάν’ ἀπὸ διακόσια ἀνδρόγυνα, καὶ καμμία δὲν εὑρέθη νὰ πῇ πὼς δὲν θέλει!”