Να ’σαι πριν από κάθε αποχωρισμό, σαν να ’ταν

πίσω σου, όπως η βαρυχειμωνιά που μόλις τώρα φεύγει.

Γιατί απ’ όλους τους χειμώνες είν’ ένας τόσο μεγάλος,

που αν τον ξεπεράσεις, η καρδιά σου στο εξής όλα θα τ’ αντέχει.

Να ’σαι πάντοτε νεκρός στην Ευρυδίκη — σήκω επάνω τραγουδώντας,

ψάλλοντας ύμνους πέταξε πίσω στην καθαρή τη σχέση.

Εδώ, ανάμεσα σ’ αυτούς που χάνονται και σβήνουν

να ’σαι στο βασίλειο της πτώσης, να ’σαι ένα ποτήρι που αντηχεί,

που έγινε θρύψαλα μες στην αντήχησή του.

Να υπάρχεις — γνωρίζοντας ταυτόχρονα τους όρους του Μη-Είναι,

την ατελείωτη αιτία του εσωτερικού σου κραδασμού,

ώστε ετούτη τη μοναδική φορά να τον ολοκληρώσεις.

Στα χρησιμοποιημένα, στα σάπια και στα σιωπηλά

αποθέματα της φύσης, στα σύνολα τ’ ανείπωτα,

μέτρα κι εσένα με χαρά, εκμηδενίζοντας τους αριθμούς.

Σονέτα στὸν Ὀρφέα, ΙΙ, 13, μτφρ. Ἀλ. Ἴσαρης