“Μυαλὸ δὲν ἔχουν αὐτὸς οὑ κόσμους, θὰ πῶ” εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ. “Τώρα οἱ ἀθρώποι γινῆκαν ἀποκότοι”.

“Νὰ εἴχανε τάχα τίποτα κ’μπάνια μαζί τ’ς;” εἶπεν ἡ παπαδιά.

“Ποιὸς τοῦ ξέρ’;” εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ.

“Θὰ εἴχανε, θὰ εἴχανε κουμπάνια” ὑπέλαβεν ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός. “Ἀλλοιῶς δὲ γένεται. Πήγανε μὲ τὰ ζεμπίλια τους γεμάτα. Καὶ τουφέκι θὰ εἶχαν, καὶ θηλειὲς νὰ σταίνουν γιὰ τὰ κοτσύφια. Εἶχαν πάρει κι ἁλάτι μπόλικο μαζί τους, γιὰ νὰ τ’ ἁλατίσουν γιὰ τὰ Χριστούγεννα”.

“Τώρα, Χριστούγεννα θὰ κάμουν ἀπάν’ στὸ Στοιβωτὸ τάχα;” εἶπε μετ’ οἴκτου ἡ παπαδιά.

“Νὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς ἔφερνε βοήθεια…” ἐψιθύρισεν ὁ ἱερεύς, ὅστις ἐφαίνετο κάτι μελετῶν μέσα του.

Ἦτον ἕως πενήντα πέντε ἐτῶν ὁ ἱερεύς, μεσαιπόλιος, ὑψηλός, ἀκμαῖος καὶ μὲ ἀγαθωτάτην φυσιογνωμίαν. Εἰς τὴν νεότητά του ὑπῆρξε ναυτικός, κι ἐφαίνετο διατηρῶν ἀκόμη λανθανούσας δυνάμεις, ἦτο δὲ τολμηρὸς καὶ ἀκάματος.

“Τί βοήθεια νὰ τοὺς κάμουνε;” εἶπεν ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός. “Ἀπ’ τὴ στεριά, ὁ τόπος δὲν πατιέται. Ἔρριξε, ἔρριξε χιόνι, κι ἀκόμα ρίχνει. Χρόνια εἶχε νὰ κάμῃ τέτοια βαρυχειμωνιά. Ὁ Ἅη-Θανάσης ἔγιν’ ἕνα μὲ τὰ Κάμπια. Ἡ Μυγδαλιὰ δὲν ξεχωρίζει ἀπ’ τοῦ Κουρούπη”.