“Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ μᾶς πῇ κι ὁ μπαρμπα-Στεφανῆς ὁ Μπέρκας”.

“Ἠγώ, ἕνας-ιμ” εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ, “ἂ θὲ πᾶς, ἔρχουμῃ”.

“Κ’ ἠγώ” εἶπεν ἡ παπαδιά.

“Δὲν εἶναι γιὰ ναρθῆς ἐσύ, παπαδιά” εἶπεν ὁ ἱερεύς. “Φτάνει ποὺ θὰ κακοπαθήσω ἐγώ. Δὲν πρέπει νὰ λείψουμε κι οἱ δυὸ ἀπ’ τὸ σπίτι”.

“Ἠγὼ τόκαμα τοῦ τάμα” εἶπεν ἡ παπαδιά.

“Μὰ ἂν πάω ἐγώ, τὸ ἴδιο εἶναι”.

“Δὲν εἶμαι ἥσυχη, ἂν δὲν εἶμαι κουντά σου, παπᾶ μ'” εἶπεν ἡ παπαδιά.

“Κι ἠμᾶς, ποῦ θὰ μᾶς ἀφήσετε!” ἔκραξε μὲ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ Μυγδαλιώ.

“Σιώπα, καημένη” εἶπε τὸ Βασώ. “Θὰ μὲ πάρ’νε κι ἐμένα μαζί, σιώπα!”

“Ναί, ἐσένα σ’ φαίνεται πὼς εἴσ’ ἀκόμα μικρή, χαδούλα μ’! Γιατί ἔτσ’ σ’ ἐμάθανε. Δὲ φταῖς ἐσύ!” εἶπε τὸ Μυγδαλιώ, ἐκχύνουσα τὴν ἐνδόμυχον ζήλειαν της ἐπὶ τῇ τύχη τῆς ἀδελφῆς της, ἥτις, ὡς μικροτέρα, δὲν εἶχε κρυφθῆ ἀκόμη, ἤτοι δὲν ἀπείργετο τῆς κοινωνίας ὡς αἱ πρὸς γάμον ὥριμοι, καὶ ἀπέλαυε σχετικῆς τινὸς ἐλευθερίας.

Ὁ μικρὸς Λαμπράκης εἶχε πέσει ἐπὶ τὸν τράχηλον τῆς μητρός του.

“Θὰ μὲ πάρετε κι ἐμένα μαζί, μάννα;” ἐψιθύρισε περιπτυσσόμενος τὸν λαιμόν της.