Ὁ Πανάγος ὠνόμαζε τεσσάρας ἀπεχούσας ἀλλήλων κορυφὰς τῆς νήσου. Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐπανέλαβεν ἐρωτηματικῶς:

“Κι ἀπ’ τὴ θάλασσα, μαστρο-Πανάγο;” “Ἀπ’ τὴ θάλασσα, παπᾶ, τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτοῦνα, κιαμέτ. Ὅλο καὶ φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Ποῦ μπορεῖς νὰ ξεμυτίσης ὄξ’ ἀπ’ τὸ λιμάνι, κατὰ τ’ Ἀσπρόνησο!”

“Ἀπὸ Σοφράν, τὸ ξέρω, Πανάγο, μὰ ἀπὸ Σταβέτ;” Ὁ ἱερεὺς ἐπροφερεν οὕτω τοὺς ὅρους Sopra vento καὶ Sotto vento, ἤτοι τὸ ὑπερήνεμον καὶ ὑπήνεμον, ἐννοῶν εἰδικώτερον τὸ βορειοανατολικὸν καὶ τὸ μεσημβρινοδυτικόν.

“Ἀπὸ Σταβέτ, παπᾶ, μὰ εἶναι φόβος μὴν τονὲ γυρίσῃ στὸ Μαΐστρο”.

“Μὰ τότε, πρέπει νὰ πέσουμε νὰ πεθάνουμε” εἶπεν ὡς ἐν συμπεράσματι ὁ ἱερεύς. “Δὲν εἶναι λόγια αὐτά, Πανάγο”.

“Ἔ, παπᾶ μ’, ὁ καθένας τώρα ἔχει τὸ λογαριασμό τ’. Δὲν πάει ἄλλος νὰ βάλῃ τὸ κεφάλι του στὸν τρουβᾶ, κατάλαβες, γιὰ νὰ γλυτώσ’ ἐσένα”.

Ὁ παπᾶ-Φραγκούλης ἐστέναξεν, ὡς νὰ ὠκτειρε τὴν ἰδιοτέλειαν καὶ μικροψυχίαν, ἧς ζῶσα ἠχὼ ἐγίνετο ὁ Πανάγος.

“Καὶ τί θὰ πάθουνε, τὸ κάτω κάτω;” ἐπανέλαβεν, ὡς διὰ ν’ ἀναπαύση τὴν συνείδησίν του, ὁ μαραγκός. “Νά, θὰ εἶναι χωμένοι σὲ καμμία σπηλιά, τσακμάκι θά ῾χουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι νὰ μοῦ ‘χε κι ἐμὲ ἡ Πανάγαινα ἀπόψε στὴν παραστιὰ μου τὴ φωτιὰ ποὺ θεν’ ἔχουν αὐτοί. Γιὰ μία βδομάδα πάντα, θὰ εἴχανε κουμπάνια, καὶ δὲν εἶναι παραπάν’ ἀπὸ πέντε μέρες ποὺ ἀγρίεψε ὁ χειμῶνας”.