Ἂν δὲν ἐρχότανε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, ὁ κόσμος δὲ θὰ ὑπῆρχε, γιατὶ θά ‘πρεπε ἢ νὰ χαλάσει ἢ νὰ γίνει σὰν κόλαση.

Ποιός ἠμπορεῖ νὰ μὴ θαυμάσει καὶ νὰ μὴν ἀγαπήσει μιὰ θρησκεία, ποὺ γνωρίζει κατάβαθα τὰ μυστήρια, τὰ ὁποῖα, ὅσο πιὸ πολὺ φῶς ἔχει μέσα του ὁ ἄνθρωπος, τόσο περισσότερο τὰ βλέπει;

Ἀπ’ ὅλα μαζὶ τὰ χτίσματα, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ βγεῖ ποτὲς μιὰ μικρὴ σκέψη. Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, κ’ εἶναι ἐνέργεια κάποιας ἄλλης τάξης. Ἀπ’ ὅλα τὰ χτίσματα κι ἀπὸ τὶς ψυχὲς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ βγεῖ ποτὲς ἕνα σκίρτημα τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης γιὰ τὸ Θεό. Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, κι εἶναι ἐνέργεια κάποιας τάξης ὑπερφυσικῆς.

Νὰ μὴ λέγει κανένας γιὰ τὰ πράγματα τῆς θρησκείας πὼς τὰ ξέρει καὶ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ ξαναπεῖ ἢ νὰ τὰ ξανακούσει. Γιατὶ τότε θὰ πεῖ πὼς δὲ νοιώθει τί διαφορὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ τὰ θεϊκὰ τὰ πράγματα καὶ στὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ἀφοῦ φτάνει νὰ τὰ μάθει μιὰ φορὰ τοῦτα τὰ δεύτερα καὶ νὰ τὰ θυμᾶται, καὶ δὲ θά ‘χει πιὰ ἀνάγκη νὰ τὰ ξανακούσει, ἐνῶ δὲ φτάνει νὰ τὰ μάθει μιὰ φορὰ γιὰ πάντα τὰ πράγματα τὰ θρησκευτικά, καὶ νὰ τὰ γνωρίσει μὲ τὴν καλὴ τὴ γνώση, δηλαδὴ μὲ τὴν κίνηση τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται μέσα μας, ὥστε νὰ φυλάξει τούτη τὴ γνώση μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἔκανε γιὰ τὰ κοσμικά, μ’ ὅλο ποὺ τά ‘χει φυλαγμένα στὸ μνημονικό του. … Καὶ τοῦτο τὸ πρᾶγμα μᾶς διδάχνει στὴν ἐντέλεια πὼς εἴμαστε ἀδιάκοπα κρεμασμένοι ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ πάψει τοῦτο τὸ ρεῦμα τῆς χάρης ποὺ μπαίνει μέσα μας, παρευθὺς ξεραίνεται ἡ ψυχή μας. … Τὸ λοιπόν, ἔχουμε χρέος νὰ ἀγρυπνᾶμε καὶ νὰ καθαρίζουμε ἀδιάκοπα τὴν καρδιά μας καὶ τὴ διάνοιά μας…