Μεγάλη φροντίδα τοῦ Θεοῦ, οἱ συμφορὲς δοκιμάζουν καὶ ἐνισχύουν, ὅμως δὲν γεννοῦν, γι’ αὐτὸ ἄλλοι μεγαλώνουν μέσα τους, ἐνῷ ἄλλοι τὶς ἀχρηστεύουν καὶ συνεχίζουν νὰ χάνονται. “Εἶναι στὴν φύση τοῦ ἀνόητου μὲ κάθε λόγο νὰ πτοεῖται”, καταλάβαινε ὁ Ἡράκλειτος.[89] Ἡ προτροπὴ γιὰ φιλοσοφικὴ σπουδὴ προϋποθέτει ἀμετακίνητη ἐμπιστοσύνη στὴν ἐλευθερία καθενὸς νὰ καταδικάζει τὸν ἑαυτό του στὸ ἀσήμαντο ἢ νὰ τὸν διασώζει στὸ σημαντικό. Ἡ ψυχὴ ‘στερεύει’ ἐπειδὴ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὰ πράγματα. Τὸ ἴδιο τὸ ὂν περιττεύει στὸν ἀσήμαντο βίο, καὶ εἶναι αὐτή ἡ ἀπουσία ποὺ ἐπιτρέπει στὸ χάρισμα νὰ προσλαμβάνεται ὡς κατόρθωμα φέροντας καύχηση καὶ κλειδώνοντας τὸν ἄνθρωπο στὴν ἄνοια.

Ἡ ἁπλὴ δυνατότητα γιὰ σημασία, στὸν βαθμὸ ποὺ παραμένει ἀνοιχτή, καταφύγιο ἐγρήγορσης ἔσχατο ὅπως εἶναι, τὴν ἀποστέρηση τοῦ χαρίσματος ἢ κοινὴ ταπείνωση ὑποδέχεται ὡς παιδεία καὶ ἐνεργοποιεῖται, ὑψώνοντας καὶ διασώζοντας τὸν ἄνθρωπο. Ἡ στερεότητα τὴν ὁποία ἐπιζητεῖ ἡ φιλοσοφικὴ κίνηση, ἡ συγκρότηση σώματος, ὅταν “συλλαμβάνουμε τὴν πληρότητα τοῦ κόσμου μὲ τὴν πλοκὴ τοῦ λόγου”,[90] δὲν ἀμελεῖται παρὰ μόνο ἐπὶ ποινῇ καταργήσεως τῆς φιλοσοφίας. Σὲ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει περιστασιακὸς ἢ μερικὸς κίνδυνος, ἀλλὰ σημεῖο τέλειας αὐτοκαταστροφῆς, ὥστε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γίνεται σχεδὸν ἐπιθετικὰ σαφής: “οὔτε ἕνα μὴ νομίσεις ὅτι εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴν παιδεία…”[91] “Μή σταματήσεις νὰ ἐρευνᾶς τὸν ἑαυτό σου”, συμβουλεύει ἐπίσης ὁ Βασίλειος[92] — κι ὁ ἀδελφός του: “ἕνα μόνο χρειάζεται, νὰ μὴ κουραστοῦμε νὰ ἀνιχνεύουμε ἀπὸ παντοῦ τὴν ἀλήθεια”…[93]