“Ποῦ εἶναι ἡ γραμματεία τῶν Περσῶν; … Ποῦ εἶναι ἡ γραμματεία τῶν Χαλδαίων, τῶν Ἀσσυρίων καὶ τῶν Βαβυλωνίων; … Ποῦ εἶναι ἡ γραμματεία τῶν Αἰγυπτίων καὶ τῶν προκατόχων τους; Στὴν πραγματικότητα ἔχουμε κληρονομήσει τὴν γραμματεία μόνο ἑνὸς λαοῦ, τῶν Ἑλλήνων”.[82]

Ἡ ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα καθεαυτὴν καὶ συνεχιζόμενη ἢ ἀφομοιωμένη στὸν Νέο ἑλληνισμό, ἰδίως τὸν βυζαντινὸ ἀλλὰ ὣς ἕνα βαθμὸ καὶ στὸν μετα–βυζαντινό, δὲν παρέχει τὴν πιὸ ὑψηλὴ ἔστω σοφία: κυρίως μαρτυρεῖ γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς φιλοσοφικῆς ἀπόβλεψης, γιὰ τὶς ἐνδοϊστορικὲς ρίζες της στὸν ὁλόκληρο ἄνθρωπο καὶ τὴν κοινωνία του, καὶ γιὰ τὸν ἀποφατικὸ ἢ ἄρρητο χαρακτῆρα τῆς πληρώσεώς της. Ἀπὸ μόνος του ὁ ἀποφατισμὸς τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας φανερώνει τὴν “καταγωγικὴ ἑλληνικότητα τῆς ἱστορικῆς σάρκας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ εὐ–αγγελίου, ἀφοῦ ὁ ἀποφατισμὸς εἶναι ἡ θεμελιώδης [αὐθόρμητη καὶ ἐσωτερική, ὄχι προγραμματικὴ] γνωσιοθεωρητικὴ ἀρχὴ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς ἐκφραστικῆς”.[83] Ἡ φιλοσοφία ἱδρύει τὴν σκέψη ἐπ’ ἄκρῳ τῷ νοητῷ,[84] καὶ ἡ ὁλοκλήρωση αὐτὴ προϋποθέτει μιὰ διαδρομή.

Στὴν μεταφορὰ τοῦ Βασίλειου, ὅτι οἱ στοχαστικοὶ ἄνθρωποι ἀνθολογοῦν ὅπως οἱ μέλισσες, ἀποτυπώνεται ἀνάγκη ψηλαφήσεως τῆς ἱστορίας ὅπως σώματος παντοῦ καὶ ὣς τὸ ὑψηλότερό της, ὅπου φανερώνεται ἡ καθολικότητα προσωπικὰ καὶ ἀπόλυτα, πέρα ἀπὸ ἀνοχὲς καὶ ἱεραρχήσεις,[85] ὥστε ἡ συνείδηση ἑνοποιεῖται στὴν πληρότητά της, ταυτόχρονα ἀποκτῶντας δύναμη ἀναγνωρίσεως κινδύνων τοῦ πνευματικοῦ βίου διαρκῶς ἐνδεχόμενων. Ἔτσι ὁ χριστιανισμὸς ἐπέκτεινε τὴν σπουδή του σὲ κάθε σημαντικὸ ἔργο ὁποιασδήποτε ἐποχῆς καὶ πολιτισμοῦ, στὴν κίνηση αὐτὴ παιδαγωγούμενος καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἔναρξη καὶ θεμελίωση τῆς φιλοσοφίας στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα.