ΑΚΟΜΗ ἐπιμένει καὶ ἄλλη πλάνη, πὼς ἡ ἄρνηση τῶν (ὁποιωνδήποτε) θρησκειῶν ταιριάζει τάχα σὲ πιὸ ‘φυσικὴ’ ζωή. Ὅμως, ἔτσι φυσικὴ ἔχει τὴν ζωή του τὸ βρέφος, τὸ ὁποῖο δὲν γνωρίζει οὔτε θρησκεία γιὰ νὰ τὴν ἀρνηθεῖ. Πῶς τὴν ἀπέκτησε μεγαλώνοντας; Γιὰ ποιό λόγο ἡ ‘φυσικὴ’ ζωὴ χρειάστηκε τὴν θρησκεία — πῶς τὴν δημιούργησε, τί κάνει νὰ πιστεύουμε ὅτι τώρα ἔπαψε νὰ τὴν χρειάζεται; Γιατί σημαίνει πιὸ φυσικὴ ζωὴ ἡ κατάργηση τῆς θρησκείας εἰδικῶς, καὶ ὄχι ἡ κατάργηση ὅλων ὅσα δημιουργοῦμε ἀφήνοντας τὴν ἡλικία τοῦ βρέφους;

Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὑπάρχει θρησκεία δὲν τὴν ἀρνούμαστε ἀλλὰ τὴν σκεφτόμαστε, πλησιάζουμε στὴν πεῖρα ποὺ τὴν δημιούργησε, καὶ ἂν εἶναι ἀληθινὴ καὶ ἂν ἐμεῖς ἔχουμε προϋποθέσεις νὰ τὸ καταλάβουμε, ἀρχίζει νὰ γίνεται φανερὸ πὼς ἡ πρακτική της ἀξία βρίσκεται στὸν βαθμὸ ποὺ ἐπιτρέπει νὰ τὴν διασχίσουμε καὶ ὑπερβοῦμε. Ὅσο πιὸ μικρὸς ὁ βαθμὸς αὐτός, τόσο ἡ ὑπέρβαση σημαίνει ἰσοπέδωση καὶ ἡ πιστότητα φανατισμό. Πίστη ζωντανὴ καὶ ἀληθινή, ὄχι ἀδιάφορη ἐθιμοτυπία ἢ φανατικὴ ἰδεολογία, ἔχει ἐπίσης τὸ Μέτρο νὰ διακρίνει ὅσο ὑπάρχει, ἂν ὑπάρχει, “τὸ ὑπέροχο ποὺ βλέπουν γεμάτα θάμπος τὰ μάτια τῆς ἄλλης πίστης”.[188]