ΦΥΣΙΚΑ, ἡ ἁπλὴ ἱστορικότητα τῆς ὕπαρξης τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἀναμφίβολη. Συνοψίζοντας τὴν σχετικὴ ἔρευνα ὁ Πατρῶνος συμπεραίνει πὼς “ἡ ἱστορικὴ ἀξιοπιστία τῶν πηγῶν καὶ ἡ ἱστορικότητα τῶν ἱερῶν προσώπων τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀμφισβητηθοῦν σήμερα ἀπὸ τοὺς ἀντικειμενικοὺς μελετητὲς τῆς ἱστορίας αὐτῆς”, καὶ παραθέτει μαρτυρίες τῶν ἱστορικῶν Πλίνιου τοῦ Νεώτερου, Τάκιτου, Σουητώνιου, Ἰώσηπου, ἐπισημαίνοντας καὶ σχετικὲς μαρτυρίες ἀντιχριστιανικῶν συγγραμμάτων τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἴδιας τῆς ἐπίσημης ραββινικῆς φιλολογίας,[176] ἡ ὁποία δὲν θὰ ἀμυνόταν αἴφνης ἀπέναντι σὲ ἀνύπαρκτο πρόσωπο, καὶ μάλιστα ὅταν τέτοιες ἄμυνες ἀποφασίζονται μόνο σὲ περίπτωση ἀπόλυτης ἀνάγκης, ἐφόσον συνεπάγονται ἀνεπιθύμητες παρενέργειες, διὰ μόνης τῆς ὑπάρξεώς τους ἀναγνωρίζοντας μιὰ σπουδαιότητα στὸν θεωρούμενο ὡς ἀντίπαλο.

“Ἀπὸ τὴν ραββινικὴ παράδοση πληροφορούμαστε ὅτι ἔγινε συγχρόνως [μὲ τὶς κινήσεις γιὰ τὴν σταύρωση] καὶ συστηματικὴ προσπάθεια ὥστε ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ νὰ ἑρμηνευθοῦν πρὸς τὸν λαὸ μὲ κάποια λογικὴ ἐξήγηση. Ἰδιαίτερα οἱ ἀναστάσεις νεκρῶν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, εἴτε ν’ ἀποδοθοῦν σὲ μορφὲς νεκροφάνειας, εἴτε νὰ χαρακτηρισθοῦν ὡς μαγικὲς πράξεις καὶ ἐνέργειες κάποιας ὀπτικῆς ἢ ἄλλης ἀπάτης. Ἑπομένως, θὰ ἔπρεπε νὰ προβληθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἕνα εἶδος ‘λαοπλάνου’ ψευδοπροφήτη καὶ ὅτι ὅλα ὅσα ἔπραττε στηρίζονταν σὲ κάποια ‘μαγικὴ ἐνέργεια’ καὶ τίποτε παραπάνω”.[177]