Ἰσοπεδώνοντας τὶς θρησκεῖες ὑποτιμῶ τὴν πνευματικότητα ὅλων τῶν λαῶν, ἀποκρύβοντας ἀπὸ τὸ κατώτερο τὴν προοπτικὴ βελτιώσεώς του καὶ ἐμποδίζοντας τὴν παιδαγωγικὴ δύναμη τοῦ ἀνώτερου, ταυτόχρονα ἀντικαθιστῶντας τὴν οὐσιαστικὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν συμβατική, ἀνώφελη καὶ παράλογη εὐφημισμῶν περὶ ‘σεβασμοῦ τῆς διαφορετικότητας’ — ὡς ἐὰν ὑπῆρχε θαυμασμὸς χωρὶς ἀναγνώριση καμμιᾶς ὑπεροχῆς, εἴτε ζητῶντας νὰ τιμοῦμε τὸν ἄλλο ὄχι παρά τὸ ἐλάττωμά του, ἀλλὰ ἀκριβῶς γιὰ τὸ ἐλάττωμά του.

Ἀκόμη κι ἂν νοιώθει κανεὶς νὰ βαρύνει πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ κίνδυνος τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, δὲν προστατεύει τὴν ἐλευθερία ἀνακηρύσσοντας τὴν ἀλήθεια ἀπροσδιόριστη, ἀσήμαντη καὶ ἀδιάφορη: ἰδίως τότε χρειάζεται μεγαλύτερη ἀφοσίωση στὴν ἐπίγνωσή της καὶ στὴν δυνατότητα ἔγκυρων διακρίσεων καὶ ἱεραρχήσεων. Καταργῶντας τὸ φρόνημα δὲν ἀποτρέπουμε τὸ ἔργο τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, ἀλλὰ τὸ πραγματοποιοῦμε προκαταβολικά, καὶ μόνο φαινομενικὰ ἀναίμακτο. “Ἂς ἀρχίσουμε λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀλήθεια”, προτείνει ὁ ἅγιος Μακάριος. “Ἂς μὴ παραδοθοῦμε σὲ ψεύτικη σκέψη. Νὰ ἀποκτήσουμε πεῖρα τῶν ἀναστάσιμων ἀγαθῶν καὶ βέβαιη πίστη”.[187] Ἡ δῆθεν φιλάνθρωπη ἰσοπέδωση τῶν παραδόσεων ἀπὸ τὴν μοντέρνα βιο–μηχανία καὶ τὴν ἀμερικανική της αἰχμὴ φανερώνει μῖσος καὶ ὄχι ἀγάπη γιὰ τὴ ζωή — φανερώνει ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν κόσμο, φόβο γιὰ τὸν θάνατο, βαθειὰ περιφρόνηση τοῦ ἑαυτοῦ καὶ τῶν ἄλλων.