175 Ὄχι ἰδιαιτέρως εὔλογη, ἐφόσον ὁ χριστιανισμός, στὸν ὁποῖο κυρίως ἀναφέρεται ὁ Μὰρξ ἐπικρίνοντας τὸ θρησκευτικὸ βίωμα, δὲν ἀναπαύει πράγματι, παρὰ μόνο ὑπὸ προϋποθέσεις ἐπίπονου πνευματικοῦ ἀγῶνα, μέσα ἀπὸ δοκιμασίες ποὺ δὲν περιέχουν τίποτα λιγώτερο ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο.

176 Πατρῶνος, Ἡ Ἱστορικὴ πορεία τοῦ Ἰησοῦ, ὅ.π., σ. 17.

177 Ὅ.π., σελ. 399 καὶ 454.

178 Ράμφος, Τὸ Μυστικὸ τοῦ Ἰησοῦ, Ἀθήνα 2006, σελ. 37–38.

179 Ἰουστῖνος Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, ὅ.π., σελ. 47–48.

180 Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Ἠθικὰ ἔπη, PG 37, 763.

181 Στὸ ἀκραῖο αὐτὸ σημεῖο βλακώδους ἐμπάθειας δὲν κατάντησε οὔτε κἂν ὁ πιὸ ἀποφασισμένος πολέμιος τοῦ χριστιανισμοῦ στὶς ἡμέρες μας, ὁ ὁποῖος διακήρυττε πὼς οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν χτυποῦν μέχρι σήμερα “λόγω ἑνὸς Ἑβραίου ποὺ σταυρώθηκε πρὶν ἀπὸ δυὸ χιλιάδες χρόνια καὶ ποὺ ἔλεγε ὅτι ἦταν γυιὸς τοῦ Θεοῦ” (Νίτσε, Ἀνθρώπινο πολὺ ἀνθρώπινο, τ. Α΄, ἑν. 113, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Θεσ/νίκη ἄ.ἔ., σ. 144.) Ἡ φράση αὐτή, ὑποτιμῶντας τὴν νοημοσύνη τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν, στὴν πραγματικότητα ὑποτιμάει τὴν νοημοσύνη τοῦ συγγραφέα της — καὶ ὅμως, παρὰ τὶς τεράστιες ἰδεολογικὲς καὶ συναισθηματικὲς ἀγγυλώσεις, ποὺ ἐπιτρέπουν στὴν εὐφυΐα του βαρειὰ ὀλισθήματα, ἀκόμη καὶ ὁ Νίτσε οὔτε κἂν δὲν διανοεῖται νὰ ἀμφισβητήσει τὴν ἁπλὴ ἱστορικότητα τῆς ὕπαρξης ἐκείνου τοῦ Ἑβραίου, “ποὺ σταυρώθηκε πρὶν ἀπὸ δυὸ χιλιάδες χρόνια καὶ ποὺ ἔλεγε ὅτι ἦταν γυιὸς τοῦ Θεοῦ…”