ΠΑΡΑΠΛΑΝΑ ἡ κριτικὴ ποὺ ἀναφέρεται σὲ “ἀπρόσωπο Θεὸ τῶν φιλοσόφων”,[208] γιατὶ δὲν ἦταν ἀπρόσωπος ἀλλὰ ψευδώνυμος ἢ ἀνώνυμος. Ὅμως ἡ ἀπουσία τοῦ Ὀνόματος δὲν στερεῖται σημασίας, ἀκόμη κι ἂν ὑπάρχει Χάρη καὶ περισσεύει. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸ Ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ, ἐνθαρρύνει καὶ προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία.

Ποιό εἶναι τὸ Ὄνομά Του;

Ὅσο ἡ σκέψη στηρίζεται στὴν γλῶσσα, ἡ ἄγνοια τοῦ Ὀνόματος δημιουργεῖ ψεῦδος ἐκεῖ ἀκριβῶς ὅπου γονιμοποιεῖ ὁ ἕνας Λόγος. Ἡ ἀποστολικότητα μειώνεται μέχρι μηδενίσεως, γιατὶ ὅλες οἱ ἔννοιες γεννιῶνται ἀνάπηρες καὶ τραυματίζουν τὴν συνείδηση καὶ τὴν ὕπαρξη, ὅπως φαίνεται, σὲ διάφορους τρόπους καὶ βαθμούς, ἀκόμη καὶ στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα. Γι’ αὐτὸ λέει ὁ Πέτρος γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅτι “δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα κάτω ἀπ’ τὸν οὐρανὸ ποὺ νὰ ἔχει δοθεῖ στοὺς ἀνθρώπους καὶ μέσα Του νὰ χρειάζεται νὰ σωθοῦμε”.[209]

Σημειώσεις

174 Ἀποστολικὴ παραμένει ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς, ἰσχυρίζεται τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ συμβαίνει ὄχι μόνο πρὸς τὰ ‘ἔξω’ μέχρι συντελείας, ἀλλὰ καὶ στὸ ἴδιο τὸ πλήρωμά της, ὅπου κατὰ κύριο λόγο τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀποτελεῖ μιὰ πεποίθηση, ἀλλὰ συνεχὴ μυστικὴ ἀνακοίνωση τῶν Καλῶν Νέων. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολικὴ ἐπειδὴ κατάγεται ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀποστόλους. Τὸ ἕνα δὲν εἶναι δυνατὸ χωρὶς τὸ ἄλλο.