Καὶ δημιουργήθηκαν χριστιανικὲς κοινότητες, Ἐκκλησίες, σὲ ὁλόκληρη τὴν ἑλληνορωμαϊκὴ Οἰκουμένη, κατὰ χιλιάδες οἱ ἀσκητὲς στὶς ἐρήμους καὶ τὰ μοναστήρια, μὲ πλῆθος μοναχούς, ἱερεῖς, ἁπλοὺς πιστοὺς κάθε ἡλικίας νὰ ἔχουν μιλήσει καὶ μέχρι σήμερα νὰ μιλοῦν γιὰ ἐδῶ καὶ τώρα, ἤδη στὴν ζωὴ αὐτή, πρόσωπο μὲ πρόσωπο συνάντησή τους μὲ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, μὲ τὴν Θεοτόκο, μὲ κοιμηθέντες Ἁγίους… Χρειάζεται ὄχι ἀνοησία, ἀλλὰ ἀποφασισμένη ὑποταγὴ στὴν ἀνοησία, γιὰ νὰ ἀρνεῖται κανεὶς ἀκόμα καὶ τὴν ἁπλὴ ἱστορικότητα τοῦ Χριστοῦ.[181]

 

ΟΜΩΣ ὁ σκοπὸς τοῦ παραδείγματος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βρίσκεται στὴν ἱστορικότητα τῆς ὕπαρξής Του, ἀλλὰ στὴν Θεότητά Του, καὶ τὴν ἐμφάνιση ὁμοιοτήτων μὲ ἄλλες παραδόσεις — ὁμοιοτήτων ἀνεξήγητων, ἂν κανεὶς ἀρνηθεῖ ὅτι τὸ Πνεῦμα ζωοποιεῖ σὲ διάφορους βαθμοὺς ὅλους τοὺς πολιτισμούς, ἀνάλογα μὲ τὴν βούληση κάθε λαοῦ. Οἱ βαθμοὶ σημαίνουν πὼς “ἡ πνευματικότητα τοῦ καθενὸς δὲν εἶναι κάτι ἀφηρημένο, ὁμοιόμορφο, ἀλλὰ φέρει τὰ ἰδιαίτερα σημάδια τοῦ χαρακτῆρα καὶ τῶν διαφοροποιημένων προσωπικῶν περιστάσεων”,[182] ὥστε ἐπιβάλλεται νὰ προσεγγίζει κανεὶς τὶς παραδόσεις μέσα σὲ κάθε σημαντικὴ λεπτομέρειά τους.[183] Δὲν πρόκειται γιὰ τὸ ἰδεῶδες ἀπόλυτης ἱστορικῆς καὶ φιλολογικῆς ἀντικειμενικότητας, ἀλλὰ γιὰ αἴτημα ποὺ ἐγείρει ἡ ἀξία τοῦ ἴδιου τοῦ βίου: στὸν ἀσήμαντο βίο τὸ πολὺ νὰ ὑπάρχει συντροφικότητα, ὅσο οἱ συνθῆκες εὐνοοῦν σύμπτωση συμφερόντων καὶ ἐν γένει ἀμοιβαία αὐτοϊκανοποίηση, ἀλλὰ πάντα χωρὶς προοπτικὴ οὐσιαστικῆς ἐπαφῆς, χωρὶς δυνατότητα νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ βαθαίνει ἡ σχέση. Ὅμως ἂν ἡ φιλία δὲν μεγαλώνει, τότε μικραίνει, ὥστε χάνεται καὶ ὅση ὑπάρχει. Ἑπομένως ἀπειλεῖται ἀκόμα καὶ ἡ ἀγελαία εἰρήνη ποὺ νομίζουν οἱ ἀφελεῖς ὅτι προστατεύει ἡ πολτοποίηση τῶν παραδόσεων. Ὅπως καταλάβαινε ὁ Ταρκόφσκυ, “αὐτὸ ποὺ λένε συντροφικότητα εἶναι μιὰ σκέτη ἀπάτη, ποὺ ὁδηγεῖ ἀργὰ ἢ γρήγορα στὴ δημιουργία κάποιου καταστροφικοῦ, μανιταροειδοῦς νέφους, ποὺ ὑψώνεται πάνω ἀπὸ τὴν γῆ…