Παρομοίως ὁ Ράμφος τονίζει πὼς “ἡ ἱστορικὴ ὕπαρξι τοῦ Ἰησοῦ δὲν μπορεῖ νὰ τεθῇ σοβαρὰ ὑπὸ ἀμφισβήτησι. Τὴν τεκμηριώνουν (γιὰ τὶς θύραθεν μαρτυρίες περὶ Ἰησοῦ βλέπε μεταξὺ ἄλλων: Ε. Π. Σάντερς, Τὸ ἱστορικὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, Ἀθήνα 1998, σ. 99 κ.ἑξ.), ἀναφερόμενοι στὸν ἴδιο ἢ τὴν κίνησι τῶν μαθητῶν του οἱ ἱστορικοὶ τῆς ἐποχῆς Φλάβιος Ἰώσηπος (Ἰουδαϊκῆς ἀρχαιολογίας 18, 63 κ.ἑξ.), Τάκιτος (Χρονικῶν 15, 44) καὶ προηγουμένως ὁ Σουητώνιος στοὺς Βίους τῶν δώδεκα καισάρων (Κλαύδιος). Πρόκειται γιὰ ἁπλές, πλὴν ἐπαρκεῖς, ἀναφορές, καθὼς ὁ Ἰησοῦς ἦταν γιὰ τὰ δεδομένα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἕνας ἀσήμαντος ὑπήκοος τῆς Ῥώμης”.[178]

Ἐπιμένοντας στὴν τελευταία παρατήρηση. Ἐφόσον ὁ Ἰησοῦς δὲν μποροῦσε νὰ ἐνδιαφέρει τοὺς ἱστορικούς, παρὰ μόνο μετά τὴν βάπτιση τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς ἁλυσίδας τῶν ἐθνῶν ποὺ ἄμεσα ἢ ἔμμεσα ὁ ἑλληνισμὸς ἐκχριστιάνισε, ἐνδεχόμενη ἀπουσία σχετικῶν μαρτυριῶν ἀπὸ τὴν ἱστοριογραφία, ἀκόμη καὶ ἂν συνέβαινε τέτοια ἀπουσία, ὄχι μόνο δὲν θὰ κατέρριπτε τὴν ἱστορικότητα τῆς ὕπαρξής Του, ἀλλὰ δὲν θὰ εὐνοοῦσε οὔτε κἂν ἁπλὴ ὑποψία ἐναντίον της. Ὅμως ἀρκεῖ στοιχειώδης νοημοσύνη, ἔστω ἀγνοῶντας τελείως ἢ καὶ ἀπορρίπτοντας τὶς μαρτυρίες τῶν ἱστορικῶν, ἔστω καὶ τῆς ἴδιας τῆς ἰουδαϊκῆς καὶ ὁποιασδήποτε ἀντιχριστιανικῆς γραμματείας τῆς ἐποχῆς, γιὰ νὰ συμπεράνει κανεὶς τὴν ἱστορικότητά Του πέρα ἀπὸ κάθε δυνατὴ ἀμφιβολία.