187 Μακάριος, Λόγος λθ΄.

188 Λεφέβρ, Ἡ Λευκὴ Σκέψη, μτφρ. Χ. Ἀνδρέου, Ἀθήνα 2000, σ. 142.

189 Μανουὴλ Β΄ Παλαιολόγος, Ὑποθῆκαι βασιλικῆς ἀγωγῆς…, PG 156, 353–6.

190 Βλ. Αὐγουστίνου Πολιτεία τοῦ Θεοῦ, βιβλ. 8, κεφ. 11, PL 41, 235 κ.ἑ.

191 Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστήν, τ. 5, σ. 375.

192 Ὠριγένης, Κατὰ Κέλσου, βιβλ. 6, ἑν. 7.

193 Ἔκκαρτ, Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην, LW III, σ. 4.

194 Ἂς σημειωθεῖ, ἂν καὶ εἶναι γενικῶς γνωστό, ὅτι στὰ ἑλληνόφωνα πολεμικὰ κείμενα “Κατὰ Ἑλλήνων” ὁ ὅρος δὲν ἀναφέρεται στὸ γένος, τὴν γλῶσσα ἢ σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν θρησκεία. Ἡ συνήθεια αὐτὴ ὑποχώρησε τὸν 4ο αἰώνα καὶ ἑξῆς, ὅταν ἡ χριστιανοσύνη ἄρχισε νὰ οἰκειοποιεῖται συνειδητὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη ὡς μεγάλο καὶ ἀπαραίτητο ἀγαθό, ὁπότε ἔπαψε νὰ ταυτίζει τὴν ἀρχαιότητα μὲ τὴν εἰδωλολατρεία.

195 Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Μ. Βασιλείου Φιλοκαλία Ὠριγένους, κεφ. 15, ἑν. 4.

196 Ὁ ἀπολογητὴς Ἰουστῖνος μπορεῖ νὰ φθάνει μέχρι συγκρίσεως τοῦ Σωκράτη μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ἀπευθυνόμενος στοὺς παγανιστές, ὄχι στὴν χριστιανοσύνη, ὅπου ἀναγνωριζόταν τόσο ἡ ἀξία τοῦ Ἕλληνα φιλοσόφου, ὅσο καὶ ἡ πολιτισμικὴ διαφορά, ποὺ θὰ καθιστοῦσε τεχνητὴ καὶ κακόγουστη τὴν ‘χριστιανοποίησή’ του. Ἀξίζει ἐπίσης νὰ σημειωθεῖ, ὅτι στὴν ἐποχὴ τῆς ‘Ἀναγέννησης’ Ἰταλοὶ πλατωνιστὲς “παρακάλεσαν τὸν Πάπα νὰ περιλάβει τὸν Πλάτωνα μεταξὺ τῶν ἁγίων τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας” (Τατάκης, Ἡ βυζαντινὴ φιλοσοφία, ὅ.π., σ. 270), γεγονὸς ποὺ ἀρκεῖ ἀπὸ μόνο του γιὰ νὰ γίνεται ἀντιληπτὴ ἡ ἐπιδερμικότητα τῆς πίστης τῶν ‘χριστιανῶν’ οὑμανιστῶν καὶ τὸ φυσιολογικὸ τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ οὑμανισμοῦ ἀπὸ τὸν χριστιανισμὸ κατὰ τὰ νεώτερα ἰδίως χρόνια, ὁπότε οὑμανισμὸς καὶ ἀθεϊσμὸς σχεδὸν ταυτίζονται.