Τέτοια καρικατούρα οἰκουμενικότητας πραγματοποιεῖ ἡ συσσώρευση τῶν πάντων, ὅπου κάθε παράδοση ἐξ ὁρισμοῦ εἶναι τόσο σημαντικὴ καὶ ἀσήμαντη ὅσο κάθε ἄλλη, ὁπότε ἡ μηδενικὴ ἀξία ἀνακηρύσσεται ἰδεώδης, μὲ τὴν κοινωνία νὰ προσπαθεῖ νὰ γίνεται σκουπιδότοπος, πολύχρωμα κουρέλια ποὺ παριστάνουν τὸν πλοῦτο τοῦ πνεύματος: ὅλα ‘ἰσχύουν’ ὅπως χρειάζεται ὥστε τίποτα νὰ μὴν ἔχει θέση παρὰ μόνο στὴν ἀκοινώνητη αὐθαιρεσία — “οἱ μὲν θὰ ἀναζητήσουν στήριγμα στὴν σάρκα, οἱ δὲ στὶς ἀρχαῖες θρησκεῖες, ἄλλοι στὴν Τέχνη· καὶ ἡ ἀνθρωπότητα, ὅπως οἱ Ἑβραῖοι στὴν ἔρημο, θὰ λατρέψει εἴδωλα κάθε λογῆς”.[186]

Ἔστω καὶ καλοπροαίρετη, δὲν παύει νὰ προέρχεται ἀπὸ ἀνοησία ἡ πρόταση πὼς οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν θρησκειῶν ἀναγνωρίζουν ‘στὴν οὐσία’ τὸν ἴδιο Θεό, στὸν ὁποῖο ‘ἁπλῶς’ δίνουν διάφορα ὀνόματα. Στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ Θεὸς ἀνακοινώνει τὴν ὕπαρξή Του ἄμεσα καὶ ἔμμεσα, ἐρχόμενος στὶς λέξεις, τὰ σύμβολα καὶ τὶς εἰκόνες τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, εἶναι φανερὸ πὼς οἱ θρησκευτικὲς διαφορὲς ἀντιστοιχοῦν τοὐλάχιστον σὲ μικρότερη ἢ μεγαλύτερη γνώση Του.