“Πολλοὶ Ἕλληνες φιλόσοφοι καθόλου μακριὰ δὲν ἔμειναν ἀπὸ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ εἰσηγήθηκαν ὅτι ὁ Θεὸς δὲν προνοεῖ γιὰ τὸν κόσμο, ὅπως ἦταν οἱ Ἐπικούρειοι ἢ ἀλλιῶς ἐριστικοί, ἀπάντησαν γενναῖα, ἀνατρέποντας τὴν ἀμάθειά τους μὲ τὴν λογικὴ ἐπιστήμη … Ἄλλωστε ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Ἀπόστολός του μᾶς παραδίδουν … ‘τὰ πάντα νὰ δοκιμάζετε καὶ νὰ κρατᾶτε γερὰ τὸ καλό’ … Γιατὶ τὸ καλό, ὅπου κι ἂν βρίσκεται, ἀνήκει στὴν ἀλήθεια. Κι ἂν κανεὶς νομίζει ὅτι τὰ λέμε αὐτὰ αὐθαίρετα, ἂς σκεφθεῖ ὅτι ὁ Ἀπόστολος, ὄχι μόνο δὲν ἐμποδίζει νὰ σπουδάζουμε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν τὴν ἀμέλησε, ἀφοῦ γνωρίζει πολλὰ ποὺ ἔχουν πεῖ οἱ Ἕλληνες”.[200]

“Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ἀνακρίνει τὰ πάντα, κι ὁ ἴδιος δὲν ἀνακρίνεται ἀπὸ κανένα”, εἰδοποιοῦσε ὁ Παῦλος τοὺς Κορίνθιους,[201] ὅμως ὑποτίμηση πραγματικῆς ἀξίας σημαίνει φόβο ἢ φθόνο — ἡ Ἐκκλησία θὰ εἶχε χάσει τὸ ἀγαθὸ τῆς ἀρχαίας σκέψης καὶ θὰ εἶχε ὑποκύψει σὲ ἀνάκρισή της. Αὐτὸ δὲν συνέβη γιατὶ ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἱστοριογραφία, “πάντοτε, σὰν ἀπὸ συνήθεια ποὺ κανεὶς δὲν ἐμπόδισε, οἱ διδάσκαλοι τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀσκοῦνται στὴν ἑλληνικὴ παιδεία ὣς τὰ γεράματα”.[202]