Δὲν ὑπῆρξε ἁπλῶς οὔτε κυρίως αἴτημα αὐτοθέσμισης μιᾶς κοινότητας, “τῆς ὁποίας τὰ μέλη θέλουν πράγματι νὰ ἐπωμισθοῦν τὴν ρύθμιση τῶν κοινωνικῶν τους σχέσεων, θέλουν κατὰ κάποιο τρόπο νὰ εἶναι αὐτόνομοι”,[476] ὥστε νὰ ἱκανοποιοῦν μὲ μέτρο τὶς ἀτομικὲς ἐπιθυμίες τους, καθένας νὰ “κάνει τὸ κέφι του χωρὶς νὰ βλάπτει τὸ σύνολο”,[477] γι’ αὐτὸ παραπλανᾶ ἐπίσης ἡ παρομοίωση τῶν ἀναγεννησιακῶν πόλεων καὶ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀστικῆς τάξης μὲ τὴν ἀρχαία Πόλη, ὅπου ὀφείλεται (ἐν μέρει) ἡ ἄλλη πλάνη, ὅτι ἀνάμεσα στὸν ἀρχαῖο καὶ τὸν βυζαντινὸ κόσμο παρεμβάλλεται χάσμα, ὁπότε ἡ ἱστορικὴ πορεία τοῦ ἑλληνισμοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύεται παρὰ μόνο ὅπως μιὰ τέλεια σχιζοφρένεια.

Ζητήθηκε Πόλη–Ναός — καὶ ὁ ἴδιος ὁ ναὸς ἄλλωστε σημαίνει κατοικία (ναίειν) — Πόλη “Φρούριο τῶν Θεῶν”,[478] προορισμὸς τοῦ ὁποίου ἦταν νὰ διακρίνει ἐπίσης καὶ νὰ ἐντάσσει τὸ ἴδιον στὸ κοινὸν ἐπίγειου οὐρανοῦ ἱερατικῶν γενῶν, κοινωνίας καὶ οἰκογενειῶν ἱερῶν, μὲ τὴν ὁμηρικὴ συνείδηση ἐν δυνάμει ἰσοθεΐας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἀποτρέπει τὶς ἀναδύσεις αὐταρχισμοῦ καὶ νὰ εὐνοεῖ τὴν ἰσονομία, ὥστε νὰ μὴ κάνει καθένας τὸ κέφι του χωρὶς νὰ βλάπτει τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ “μὲ σκέψη ποὺ ἀγαπάει τὴν φιλία τους, νὰ δίνουν καὶ νὰ παίρνουν χαρὲς ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, καὶ ὅ,τι ἐχθρεύονται νὰ τὸ ἐχθρεύονται μὲ κοινὴ γνώμη”.[479]