“Αὐτή εἶναι ἡ κατάσταση τῆς χώρας [τῆς Ἀτλαντίδας] ἀπ’ ὅπου προέρχεται ὁ μεγάλος κίνδυνος. [Μὲ τὸν μῦθο αὐτὸ ὁ Πλάτων ἐξηγεῖ πὼς] ἡ Ἀθήνα δὲν ἀπειλεῖται ἀπὸ καμμιά ἄγρια ὁρδὴ οὔτε ἀπὸ μεταναστεύσεις πληθυσμοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ μιὰ πολιτισμένη πολιτεία μὲ ὑψηλὸ ἐπίπεδο ἀνάπτυξης, ὅπου ἀντὶ [φιλίας γιὰ τὸν ζωντανὸ Θεὸ καὶ τιμῆς] γιὰ τὶς [ἱερὲς ἐν ταυτῷ καὶ] φυσικὲς δυνάμεις, κυριαρχοῦν ἀφηρημένοι τεχνητοί, ἔστω κι ἂν εἶναι πολὺ ἔξυπνοι, κανόνες, ὅπου στὴν θέση ἑνὸς ζωντανοῦ ὅλου καὶ ὀργανικῶν μερῶν, κυβερνάει ἕνα σύστημα σχηματικῶν, ἔστω κι ἂν εἶναι ἐξυπηρετικές, διευθετήσεων … Γῆ, πόλη καὶ κάτοικοι τῆς Ἀτλαντίδας εἶναι σὰν νὰ τοὺς ἔχεις βγάλει μὲ κανόνα καὶ διαβήτη”.[489]

Ὁ Καστοριάδης τονίζει ὅτι “ἐπὶ δύο περίπου αἰῶνες, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου (τῶν Ἀθηναίων), δηλ. οἱ τεχνίτες καὶ οἱ ἀγρότες ποὺ τὴν συγκροτοῦν, πῆρε ἀποφάσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες τὰ 9/10 ἦταν ἀπολύτως σωστές. Πῆρε, βεβαίως, καὶ ἐγκληματικές, ὅπως ἡ καταδίκη τῶν στρατηγῶν τῆς ναυμαχίας στὶς Ἀργινοῦσες.[[490]] Πῆρε καὶ ἐσφαλμένες, ὅπως ἡ ἐκστρατεία στὴ Σικελία, ποὺ εἶναι ὅμως, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τὸ ἀντίστοιχο τῆς ἀποστολῆς ἀνθρώπου στὴ σελήνη”.[491] Ἀρκεῖ ὅμως μία μόνο ἀπόφαση τῆς τάξεως αὐτῆς, θανατικῆς καταδίκης τῆς ἴδιας τῆς φιλίας τους, γιὰ νὰ συμπεραίνει κανεὶς ὅτι, κι ἂν διέσωζαν κάποια ἀξία, πάντως ἔπαυαν νὰ εἶναι Πόλις — παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι “εὐθὺς μετέγνωσαν”, ἀφοῦ κατηγοροῦσαν τοὺς κατήγορους τοῦ Σωκράτη καὶ μαζί τους ὀργίζονταν,[492] καταργῶντας κάθε δυνατότητα νὰ διορθώνουν τὴν συνείδησή τους. Καὶ ἡ Πόλη τους συνέχισε νὰ διαλύεται, ἔχοντας χάσει καὶ τὴν τραγική τους ποίηση,[493] ἤδη ἔχαναν ὁλόκληρο τὸ καλύτερό τους.