Ἡ τραγικὴ ποίηση φανέρωνε ὅτι “ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ στοχαστικὴ πράξη τοῦ πιὸ προνοητικοῦ ἀνθρώπου διατηρεῖ τὸν χαρακτῆρα μιᾶς παρακινδυνευμένης ἔκκλησης στοὺς Θεούς”,[486] μολονότι ἐπέμενε ταυτοχρόνως (καί διὰ τῆς τραγικῆς ποιήσεως) συνείδηση ἡρωϊκῆς ἰσοθεΐας. Γιὰ χάρη τῆς σκέψης αὐτῆς, ἐξ ἀρχῆς συνειδητὰ ἐπικίνδυνης, ὁ Σωκράτης ἀνέχθηκε τὸ κακό της, τὸ ὁποῖο δὲν ταυτιζόταν μὲ τὴν θανάτωσή του. Ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ γιὰ τὸν φιλόσοφο δὲν εἶναι καταδίκη ἀλλὰ εὐεργεσία, ὅπως ἐξήγησε. Πρόβλημα δημιουργοῦσε ἡ προδοσία τῶν θεμελίων τῆς Πόλης: ἡ σκέψη τῶν Ἀθηναίων γινόταν πραγματικὰ ἐπικίνδυνη, στὸν βαθμὸ ἀκριβῶς ποὺ ἤθελε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν κίνδυνο.

 

ΠΑΡΑ τὴν ὑψηλὴ φύση της, ἡ Πόλη κατάντησε νὰ βλέπει ὡς κύρια ἐνέργεια, ὅ,τι ἦταν ἁπλὴ δύναμη καὶ οὔτε κἂν ἡ πιὸ σημαντικὴ ἀνάμεσα στὶς δυνάμεις της, ἐξέλιξη εἰκονιζόμενη στὴν ἴδια τὴν πορεία τῆς τραγικῆς ποίησης ἀπὸ τὸν Αἰσχύλο στὸν Εὐριπίδη. Ὅπως εἰδοποιοῦσε ὁ Σωκράτης, ἂν εἶναι ἀναγκαῖο πρῶτα νὰ ταλαιπωρηθεῖς γιὰ νὰ ἀπολαύσεις ἀργότερα, πρόκειται γιὰ δουλικὴ ἀπόλαυση.[487] Ὁσοδήποτε ἀναγκαία τέτοια δουλεία, δὲν ἐπιβάλλει ὅμως τὸ πρόταγμά της. Ἡ πολιτεία τῶν ἀρχαίων διαφθειρόταν ἀναπτύσσοντας αὐτὸ ἀκριβῶς γιὰ τὸ ὁποῖο μερικοὶ τὴν θαυμάζουν σήμερα, διαχειριστικὴ καὶ αὐτονομιστικὴ ἀπόβλεψη. Χαρακτηριστικὰ στὴν Σπάρτη, ἀλλὰ καί στὴν Ἀθήνα, ἡ δικαιοσύνη ἔφθασε νὰ “ἐμφανίζεται σὰν μιὰ ὁλότελα φυσικὴ αὐτορυθμιζόμενη τάξη”,[488] μὲ τὴν θεμέλια διάσταση τῆς ἱερότητας καὶ φιλίας νὰ ἐγκαταλείπεται. Χωρὶς φιλία τὰ περιστέρια τοῦ Δία πέταξαν καὶ ὁ ὀμφαλὸς τῆς γῆς ἔκλεισε, ἀφήνοντας βιοπάλη ἀντὶ γιὰ ναό, ἑταιρεία ἀντὶ γιὰ Πόλη, βιο–μηχανία ἀντὶ γιὰ φιλοσοφία.