Ὅταν ἀναπτύσσεται τέτοια πληθώρα δημόσιας σκέψης τῆς αἰνιγματικῆς αὐτῆς μορφῆς, μὲ τὰ ζητήματα ποὺ θίγονταν καὶ τὸν ποιητικὸ μαζὶ καὶ φιλοσοφικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὰ προσέγγιζαν, δὲν συμπεραίνει κανεὶς ἁπλὰ πὼς “ἡ Πόλη προβληματίζεται σχετικὰ μὲ τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτό”,[601] ἀλλὰ νοιώθει τὴν ἐνεργητικὴ ἀγωνία ποὺ οἰκοδομοῦσε τὴν ἀθηναϊκὴ Πόλη, τὰ κύρια ζητήματα τῆς ὁποίας ἦταν αἰνίγματα καὶ χρησμοί, παραμένοντας ἀνοιχτά, ἐπίμονα, παράδοξα καὶ πολύπλοκα σὲ τοὐλάχιστον τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ ἐπισκιάζουν ἀκόμη καὶ μιὰ ἐπικαιρότητα κάθε ἄλλο παρὰ ἥσυχη ἢ ἀσήμαντη ἢ ἔστω ἄσχετη.

Δὲν ἀπορεῖ κανείς, ἂν σκεφτεῖ ὅτι ἀκόμη καὶ στὰ χίλια χρόνια τοῦ Βυζαντίου ὁ στοχασμὸς ἐλάχιστα ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν πολιτική. Ὑπῆρχε καὶ στὴν Ἀθήνα ἐπικαιρότητα τρικυμιώδης, ποὺ μποροῦσε ἀκόμη καὶ νὰ δικαιώνει τὸν βίο, σύμφωνα μὲ ἀξίες ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ ποιητὲς συμμερίζονταν (ἂς θυμηθοῦμε γιὰ παράδειγμα τὸ ἐπιτύμβιο ἐπίγραμμα τοῦ Αἰσχύλου), καὶ ὑπῆρχε ἕνας διάλογος, ὁ ὁποῖος ὑπερέβαινε τὴν ἐπικαιρότητα, τὶς τρικυμίες της, καὶ τὴν ἴδια τὴν δικαίωση τοῦ βίου: “ὑπερβαίνουσι τὸ μέτρον τοῦ περὶ αὐτοὺς βίου”, συνοψίζει ὁ Παπαρρηγόπουλος.[602]