Η ΕΝΤΑΣΗ αὐτὴ καὶ οὐσία τῆς τραγικῆς φιλοσοφίας εἶναι τόσο πρωταρχική, ὥστε ἄφησε γερὸ σημάδι στὴν ἴδια τὴν γλῶσσα, κραταιὸ ἤδη στὸν Ὅμηρο, ἡ ἴδια γονιμοποιῶντας τὶς περιπέτειες τῶν μυθικῶν Ἡρώων καὶ Θεῶν, φέροντάς τις σὲ ἀκόμα πιὸ καθολικὲς διαστάσεις, τροφοδοτῶντας ἔτσι τὴν φιλοσοφικὴ καὶ συμβολικὴ τραγικὴ ποίηση τῆς κλασικῆς ἐποχῆς τοῦ διαλόγου τους.

“Τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶναι ἡ μόνη γλῶσσα τὴν ὁποία ξέρω στὴν ὁποία οἱ ὅροι, οἱ λέξεις, θνητὸς καὶ ἄνθρωπος εἶναι συνώνυμες· ὅταν σὲ ἕνα ἀρχαῖο κείμενο ὑπάρχει ἡ λέξη θνητός, πρόκειται γιὰ ἕναν ἄνθρωπο. Καὶ οἱ γάιδαροι εἶναι θνητοί, ἀλλὰ δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς γαϊδάρους … γιατὶ μόνον οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν πραγματικά, γιατὶ μόνον οἱ ἄνθρωποι ξέραν ὅτι ἀναπότρεπτα θὰ πεθάνουν. Στὶς νεώτερες γλῶσσες, μερικὲς φορές, στὰ γαλλικά, στὰ ἀγγλικά, στὰ γερμανικά, βρίσκει κανεὶς τὴν ἔκφραση θνητοί, ἀλλὰ ἡ χρήση της εἶναι ἁπλῶς ἀποτέλεσμα κλασικῆς παιδείας στοὺς ποιητές, δὲν εἶναι ὅρος [ποὺ ἀνήκει στὴν ζωὴ τῆς κοινωνίας καὶ τὴν καθημερινὴ χρήση] τῆς γλώσσας, εἶναι ὅρος φιλολογικός, ὅπου [προϋποθέτοντας τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ἦθος καὶ σὲ αὐτὸ παραπέμποντας μπορεῖ νὰ] λέμε οἱ θνητοὶ κάνουν τοῦτο, ἢ οἱ θνητοὶ κάνουν ἐκεῖνο κλπ”.[607]