“Πάλι, λοιπόν, θὰ παρακαλέσουμε τὸν Ὅμηρο καὶ τοὺς ἄλλους ποιητές, νὰ μὴ κάνουν τὸν Ἀχιλλέα, ποὺ ἦταν γυιὸς τῆς θεᾶς, νὰ πέφτει κάτω στὸ χῶμα, ἄλλοτε μὲ τὴν πλευρά του, ἄλλοτε ἀνάσκελα, ἄλλοτε μπρούμυτα, καὶ κάποτε ὄρθιος νὰ τριγυρίζει ἀνόητα στὴν ὄχθη τῆς ἀκούραστης θάλασσας, οὔτε νὰ παίρνει μὲ τὰ δυό του χέρια στάχτη καὶ νὰ τὴν ρίχνει στὸ πρόσωπό του καὶ ὅλα τὰ ἄλλα κλάματα καὶ ὀδυρμούς· … καὶ πολὺ περισσότερο θὰ παρακαλέσουμε τοὐλάχιστον νὰ μὴ κάνουν τοὺς Θεοὺς νὰ ὀδύρονται”.[585]

Ἡ ἀλλοτρίωση αὐτὴ ἔφθειρε τελειωτικὰ τὴν θρησκεία τῶν ἀρχαίων, εὐνοῶντας τὶς πολιτισμικὲς προϋποθέσεις τῆς κατάρρευσης τῶν Πόλεων καὶ τῆς ἀνάπτυξης τοῦ ἑλληνιστικοῦ συγκρητισμοῦ,[586] ὅπου ἀκόμα καὶ ἀναφομοίωτοι θεοὶ ἢ καὶ διάφορες μαγεῖες μποροῦσαν νὰ ἀναμιγνύονται ἀλόγως. Πρόκειται οὐσιαστικὰ γιὰ ἐπιστροφὴ σὲ προ–πυθαγόρειες, μαγικὲς καὶ ‘σαμανιστικὲς’ ὄψεις τῆς ἑλληνικῆς θρησκευτικότητας, ἀλλὰ χρωματισμένες τώρα ἀπὸ τὴν συγκρητιστικὴ ἀπελπισία. Τὰ πολιτικὰ (μὲ τὴν στενὴ σημασία) ἕπονται, ὅπως συνέβη καὶ σὲ ἄλλες περιόδους: γιὰ ποιό λόγο δὲν ἀκολούθησε συγκρητισμὸς τὴν ἅλωση τοῦ Βυζαντίου καὶ τὴν ‘ματαίωση’ τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου, ἐνῷ δημιουργεῖται σήμερα συγκρητισμός, στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα;