Χωρὶς συνείδηση τῆς Ἐνανθρώπησης τοῦ ἑνὸς προαιώνιου πατρικοῦ Λόγου, μολονότι “ἡ ἑλληνικὴ μυθολογία περιεῖχε διηγήσεις γιὰ θεοὺς ποὺ γεννιῶνταν (ὅπως ὁ Ἀπόλλων καὶ ἡ Ἄρτεμις, ὁ Ἑρμῆς, ὁ Διόνυσος καὶ ὁ ἴδιος ὁ Δίας) καὶ πέθαιναν (ὅπως ὁ Διόνυσος καὶ ὁ Κρητικὸς Δίας)”,[584] οἱ Ἕλληνες ἀδυνατοῦσαν νὰ οἰκειοποιηθοῦν πλήρως στὴν γλῶσσα τὰ ἴδια τὰ αἰσθήματα καὶ τὶς ἐνοράσεις τους, στὸν βαθμὸ ἀκριβῶς ποὺ διαμόρφωναν περισσότερο θεοπρεπεῖς ἔννοιες! Μποροῦσαν νὰ ζοῦν σὲ ἑνότητα μὲ τὸν Λόγο, ἡ φύση τους νὰ μὴν ἐμποδίζει ἀλλὰ νὰ ἀντιλάμπει τὶς θεῖες ἐνέργειες — καὶ ὅμως, ἀναλογιζόμενοι ἔφθαναν νὰ συκοφαντοῦν τὴν ἴδια τὴν ζωὴ καὶ πεῖρα τους τοῦ θείου μαζὶ καὶ ἀνθρώπινου πάθους, ὁπότε ὄχι πιὰ ἡ ζωὴ ἀλλὰ ἡ γλῶσσα, τὸ πιὸ ὑψηλὸ καὶ πρωταρχικὸ ἀνάμεσα στὰ ἔργα τους, ἀντὶ γιὰ λειτουργὸς νόστου καὶ σημεῖο εὐλογίας, γινόταν ξαφνικὰ ἐμπόδιο καὶ κατάρα.