Καὶ ἡ τραγωδία πέθανε, ὅπως ἔχουμε δεῖ, ὅταν ἔχασαν τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν Πόλη ὡς ἱερὸ χῶρο τῆς ἰσόθεης φιλίας τους καὶ ἀμοιβαίας εὐεργεσίας τοῦ αἰνιγματικοῦ διαλόγου τους, τὴν οὐσία τοῦ ὁποίου ἀνέλαβε πιὰ ὁ Πλάτων, Πόλη ὁ ἴδιος μόνος του, μεγάλη παρουσία καὶ ζωντανὴ ἀπόδειξη τοῦ ὅπου κι ἂν πᾶς, θὰ εἶσαι Πόλις.

 

ΩΣ τὸν καιρὸ τῆς τραγωδίας ὁ φιλόσοφος ἦταν μᾶλλον Πυθία σὲ σύγκριση ἀκόμη καὶ μὲ τὸν Πλάτωνα. Ἀναπτύσσεται περισσότερο φιλοσοφικὴ ποίηση καὶ προφητεία παρὰ ποιητικὴ ἢ προφητικὴ φιλοσοφία, τὴν ὁποία δημιούργησε στὴν Ἀθήνα ὁ Πλάτων, καὶ συνέχισαν οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κυριώτερα, παρὰ ὁ ἴδιος ὁ νεοπλατωνισμός.[603] Μέσα ἀπὸ τὴν τραγική του ποίηση ὁ στοχασμὸς εἰσέφερε στὴν προσευχὴ καὶ τὸν ὕμνο ἀνοιχτὴ ἑνότητα ὅλων τῶν ποιητικῶν καὶ φιλοσοφικῶν κινήσεων καὶ παραδόσεων, συσπείρωση τῶν πνευματικῶν δυνάμεων τοῦ ἑλληνισμοῦ, πραγματοποιῶντας τὴν ὑπερένταση τῆς ἀγωνίας τῶν Ἀθηναίων γιὰ νόημα, ὑπὸ τὸν ὁρίζοντα ἀκραίων παραδόξων διαχεόμενων στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο του ἀπὸ τὴν θεία ὕπαρξη, καὶ πάλι ἐπιστρέφοντας στὸν οὐρανὸ τῶν Θεῶν ὅπου μεγάλωναν τὸ μέγεθός τους καὶ ἀνοίγονταν σὲ διαυγέστερη παρατήρηση καὶ ἑρμηνεία.