Ὁ σταθερὸς θαυμασμὸς γιὰ τὰ ἑλληνικά, τὰ ἔχει περιβάλει μὲ αἴγλη ἀθανασίας, συσκοτίζοντας ἔτσι τὸ γεγονὸς πὼς ἡ ἀξία τους ὀφείλεται καὶ στὴν ἴδια τὴν δική τους ἐσωτερικὴ / συστατικὴ ἐπίγνωση ὅτι εἶναι προσωρινά, ὅπως ὁλόκληρος ὁ πολιτισμὸς καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος.
Τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἔχουν πολλοὺς χρόνους γιὰ τὶς διάφορες διαστάσεις τοῦ παρελθόντος, ἀνέπτυξαν ἀκόμη καὶ δεύτερο ἀόριστο, δεύτερο παρακείμενο, δεύτερο ὑπερσυντέλικο, δὲν ἔχουν ὅμως ἰδιαίτερο ρηματικὸ τύπο γιὰ τὴν διάρκεια τοῦ μέλλοντος! Στὴν ἀπουσία μέλλοντος διαρκείας εἰκονίζεται ὁ χρόνος ὡς θάνατος, ἐνῷ ἀκόμη καὶ ὁ στιγμιαῖος μέλλοντας, οὔτε κἂν αὐτὸς “δὲν εἶναι μελλοντικὴ πραγματικότητα, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ ἐνεστώτας εἴτε οἱ παρωχημένοι χρόνοι εἶναι παροῦσες ἢ παρωχημένες πραγματικότητες, ἀλλὰ ἐμφαίνει ἁπλῶς κατάσταση ποὺ ὑπάρχει δυνάμει καὶ τείνει νὰ πραγματοποιηθεῖ στὸ παρόν”.[608]
Σελ. 1234567891011121314151617181920212223242526