Λέγεται συχνὰ πὼς οἱ ἀρχαῖοι ἦσαν ἀτομικιστές, γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ ἑνωθοῦν πολιτικά, κλπ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν εἶχαν ἀρκετὴ δειλία καὶ μικρότητα γιὰ νὰ ἐπιδιώκουν ἐπιβίωση μὲ ἄνθινο εἶδαρ, πειθαρχῶντας σὲ σκιὲς τοῦ Ὀνόματος, ὁσοδήποτε μεγαλοπρεπεῖς. Ἡ ζωντανὴ πεῖρα δὲν ἄφηνε νὰ κυριαρχήσει μηδενισμός, ἀλλὰ μὲ τὴν ἄγνοια τοῦ Ὀνόματος καταφατισμὸς καὶ ἀποφατισμὸς ταυτίζονταν, μεταφέροντας στὸ ἐπίπεδο τῶν θρησκειῶν τραγικὰ μᾶλλον παρὰ μηδενιστικὰ οὔτε κἂν ἁπλῶς συγκρητιστικά, ὅ,τι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔβλεπε στὴν ὕπαρξη: “καὶ ὅλων τὸ τέλος εἶσαι, καὶ ἕνας, καὶ ὅλα, καὶ κανένας, /… ὄνομά σου τὰ ὀνόματα ὅλα — πῶς νὰ σὲ καλέσω;”[587]

 

ΒΙΩΣΗ ἰσοσθενῶν συγκρουόμενων δυνάμεων δημιουργεῖ ἀπορία, ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ γιὰ τὴν ἀνάδυση τῆς τραγικῆς συνείδησης, ἡ ὁποία προϋποθέτει στὴν ἀντίθεση ταυτόχρονα ἀπόλυτη ἀξιολόγηση καὶ τέλεια ἰσοκυρία. Ὅσο λείπει βέβαιη καὶ ἀπόλυτη ἀξιολόγηση, οἱ συγκρούσεις συντελοῦνται μᾶλλον κατὰ τύχην ἐξ ἀνάγκης,[588] μὲ ἀναγκαία τύχη.[589]

Ἡ ἐσωτερικότητα τῆς ἀρχαίας ψυχῆς ἔνοιωθε τὴν πίεση ὁρίων τόσο πιὸ ἀνυπέρβλητων, ὅσο ἀκριβῶς συνέχιζε νὰ μεγαλώνει γνησιώτερη. Δὲν ἦταν λοιπὸν ὕβρις, ἂν καὶ μποροῦσε νὰ γίνεται ἀντιληπτὴ ὡς ὕβρις. Ἦταν κίνηση στὰ ὅρια τῆς θλίψης, τῆς πίστης καὶ τῆς ὑπομονῆς, ὑπέρβαση τοῦ θνητοῦ φρονήματος ὡς ὑπομονὴ τῆς θνητότητας (γνῶθι σεαυτόν, ὑπὸ τὴν σημασία τοῦ θνητὰ φρονεῖν), ἄσκηση καὶ κάθαρση — ὅπως τὸ λέει ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης: κράτα τὸν νοῦ σου στὸν ἅδη, καὶ μήν ἀπελπίζεσαι.[590] Τὴν ἄσκηση αὐτὴ πραγματοποιεῖ ἡ τραγωδία, καρπὸς καὶ τρόπος τοῦ ὑπαρξιακοῦ διαλόγου καὶ ἔσχατου φιλοσοφικοῦ ἀδιεξόδου τῶν Ἀθηναίων, μορφὴ τῆς ὑψηλότερης συνείδησης καὶ ἀπορίας τῆς ζωῆς, συζήτησης καὶ φιλίας τους, ἡ ὁποία σαρκώνεται ὡς φιλοσοφικὴ ἑνότητα τῶν ποιητικῶν καὶ μυθοθρησκευτικῶν παραδόσεων.