ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, μὲ τὴν θεμελιακὴ ἀξία της στὴν ζωὴ τῶν Ἀθηναίων τοῦ πέμπτου αἰῶνος, εἰκόνισε ἡ τραγικὴ ποίηση στὴν μετρημένη προσθήκη πρωταγωνιστῶν, μόνο ἑνὸς ἀρχικά, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θέσπις ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν ἁπλὸ θρησκευτικὸ ὕμνο: οἱ κρίσιμες διαφοροποιήσεις εἶναι λίγες,[594] καὶ πρωταρχικὴ παρέμενε πάντα ἡ διάκριση τοῦ προσώπου ὡς αἰχμῆς ἡγετικῆς καὶ ἄλλοτε ἀνατρεπτικῆς μιᾶς περισσότερο ἀπρόσωπης “συλλογικῆς ἀλήθειας, τῆς ἀλήθειας τοῦ μέσου πολίτη”,[595] τοῦ τῷ πλήθει δοκοῦντος, ὅπως τὸ ἀποκαλοῦσε ὁ Πλάτων.[596] Γιὰ τὴν Πόλη ὡς τέτοια ἡ τραγικὴ διάκριση τοῦ πρωταγωνιστῆ συμβολίζει τὸν κίνδυνο μαζὶ καὶ τὴν σωτηρία της, σκέψη ποὺ ἀγωνιᾶ καὶ ἀγωνίζεται νὰ οἰκειοποιηθεῖ, ἀπορρίψει ἢ μεταμορφώσει τὴν συγκεντρωμένη δύναμη καὶ συνήθειά της ὁλόκληρη: “στὴν Πόλη τῶν Ἀθηνῶν ἡ Βουλὴ προτείνει καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀποφασίζει, ἐνῷ στὶς τραγωδίες ὁ χορὸς δὲν ἀποφασίζει ποτέ, ἢ οἱ ἀποφάσεις του γίνονται ἀντικείμενο σαρκασμοῦ. Κατὰ γενικὸ κανόνα, αὐτὸς ποὺ παίρνει τὶς ἀμετάκλητες ἀποφάσεις, αὐτὲς ποὺ ἐνυπάρχουν σὲ κάθε τραγωδία, εἶναι ὁ ἥρωας — ἢ ἡ δύναμη ποὺ τὸν κινεῖ”.[597]