Ὁ σταθερὸς θαυμασμὸς γιὰ τὰ ἑλληνικά, τὰ ἔχει περιβάλει μὲ αἴγλη ἀθανασίας, συσκοτίζοντας ἔτσι τὸ γεγονὸς πὼς ἡ ἀξία τους ὀφείλεται καὶ στὴν ἴδια τὴν δική τους ἐσωτερικὴ / συστατικὴ ἐπίγνωση ὅτι εἶναι προσωρινά, ὅπως ὁλόκληρος ὁ πολιτισμὸς καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος.

Τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἔχουν πολλοὺς χρόνους γιὰ τὶς διάφορες διαστάσεις τοῦ παρελθόντος, ἀνέπτυξαν ἀκόμη καὶ δεύτερο ἀόριστο, δεύτερο παρακείμενο, δεύτερο ὑπερσυντέλικο, δὲν ἔχουν ὅμως ἰδιαίτερο ρηματικὸ τύπο γιὰ τὴν διάρκεια τοῦ μέλλοντος! Στὴν ἀπουσία μέλλοντος διαρκείας εἰκονίζεται ὁ χρόνος ὡς θάνατος, ἐνῷ ἀκόμη καὶ ὁ στιγμιαῖος μέλλοντας, οὔτε κἂν αὐτὸς “δὲν εἶναι μελλοντικὴ πραγματικότητα, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ ἐνεστώτας εἴτε οἱ παρωχημένοι χρόνοι εἶναι παροῦσες ἢ παρωχημένες πραγματικότητες, ἀλλὰ ἐμφαίνει ἁπλῶς κατάσταση ποὺ ὑπάρχει δυνάμει καὶ τείνει νὰ πραγματοποιηθεῖ στὸ παρόν”.[608]

“Ὁ Θέογνις ἀναφωνεῖ: ‘τὸ πιὸ ἀξιοζήλευτο ἀγαθὸ ἐπάνω στὴ γῆ εἶναι νὰ μὴν ἔχει κανεὶς γεννηθεῖ, νὰ μὴν ἔχει ποτὲ δεῖ τὶς λαμπρὲς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου· ἢ μιὰ ποὺ γεννήθηκε, νὰ διαβεῖ τὸ γρηγορότερο τὶς πύλες τοῦ Ἅδη καὶ νὰ ἀναπαυτεῖ κάτω ἀπὸ ἕνα παχὺ στρῶμα γῆς’.[609] Ὁ Ἡρόδοτος πιστεύει ἐπίσης: ‘αὐτὸς ποὺ τὸν ἀγαποῦνε οἱ θεοί, πεθαίνει νέος’.[610] Οἱ χοροὶ τῶν τραγωδιῶν συμβουλεύουν πολλὲς φορές: ‘φυλαχτεῖτε νὰ πεῖτε ἕναν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο πρὶν πεθάνει· ξέρετε τί τοῦ φυλᾶνε οἱ θεοί;’ καὶ ὁ Εὐριπίδης σὰν ἠχὼ τοῦ Θέογνι, ὑποστηρίζει πὼς σωστὸ εἶναι νὰ κλαίει κανεὶς αὐτὸν ποὺ γεννιέται, ποὺ ἔχει νὰ τραβήξει τόσες συμφορὲς καὶ νὰ συνοδεύει μὲ τραγούδια χαρᾶς αὐτὸν ποὺ εἶναι πεθαμένος κι ἔχει πάψει πιὰ νὰ ὑποφέρει[611]”.[612]