ΠΕΡΙΣΤΑΣΙΑΚΑ ὁ Θεὸς ἔπαιρνε ἀνθρώπινη παρουσία (ἀνδρὶ ἐοικώς),[579] ὅπως ὁ ἄνθρωπος θεϊκή (γυνὴ ἐϊκυῖα θεῇσιν).[580] Ὁ ἡμίθεος ἀπολάμβανε μόνιμη ἕνωση, ὅμως οἱ φύσεις δὲν μοιράζονταν τὰ ἰδιώματά τους μὲ πληρότητα, ὥστε τὴν ἐπωνυμία του ἐξουσίαζε τὸ ἥμισυ, ἡ ἴδια ἡ ἀτέλεια. Τὴν ἔκφραση ἀνθρωποδαίμων ἔχει χρησιμοποιήσει μόνο ὁ Εὐριπίδης, μία φορά,[581] χωρὶς νὰ μεταβάλλει τὴν ἡμι–θεϊκή του ὑπόσταση, ἐνῷ ἤδη ὁ ὅρος δαίμων εἶναι ἀμφιλεγόμενος, ἔχει καὶ ἀρνητικὴ σημασία, τοὐλάχιστον στὸν Εὐριπίδη, ἀλλὰ ὄχι μόνο.[582] Τὸ ὕψος τῆς ἀνθρώπινης φύσης παρὰ τὸ πάθος ἰλιγγιῶδες στὴν τελειότητά της δὲν μποροῦσε νὰ ἀποκτήσει πλήρη γλωσσικὴ ἔκφραση χωρὶς ἐπίγνωση ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος παντοτινὰ παραμένοντας τέλειος Θεός: περιβλήθηκε τὴν φύση μας, ὄχι γιὰ νὰ τὴν ἀφήσει πάλι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ἔχει πάντα μαζί Του, θὰ ἐξηγήσει ὁ Χρυσόστομος.[583]

Χωρὶς συνείδηση τῆς Ἐνανθρώπησης τοῦ ἑνὸς προαιώνιου πατρικοῦ Λόγου, μολονότι “ἡ ἑλληνικὴ μυθολογία περιεῖχε διηγήσεις γιὰ θεοὺς ποὺ γεννιῶνταν (ὅπως ὁ Ἀπόλλων καὶ ἡ Ἄρτεμις, ὁ Ἑρμῆς, ὁ Διόνυσος καὶ ὁ ἴδιος ὁ Δίας) καὶ πέθαιναν (ὅπως ὁ Διόνυσος καὶ ὁ Κρητικὸς Δίας)”,[584] οἱ Ἕλληνες ἀδυνατοῦσαν νὰ οἰκειοποιηθοῦν πλήρως στὴν γλῶσσα τὰ ἴδια τὰ αἰσθήματα καὶ τὶς ἐνοράσεις τους, στὸν βαθμὸ ἀκριβῶς ποὺ διαμόρφωναν περισσότερο θεοπρεπεῖς ἔννοιες! Μποροῦσαν νὰ ζοῦν σὲ ἑνότητα μὲ τὸν Λόγο, ἡ φύση τους νὰ μὴν ἐμποδίζει ἀλλὰ νὰ ἀντιλάμπει τὶς θεῖες ἐνέργειες — καὶ ὅμως, ἀναλογιζόμενοι ἔφθαναν νὰ συκοφαντοῦν τὴν ἴδια τὴν ζωὴ καὶ πεῖρα τους τοῦ θείου μαζὶ καὶ ἀνθρώπινου πάθους, ὁπότε ὄχι πιὰ ἡ ζωὴ ἀλλὰ ἡ γλῶσσα, τὸ πιὸ ὑψηλὸ καὶ πρωταρχικὸ ἀνάμεσα στὰ ἔργα τους, ἀντὶ γιὰ λειτουργὸς νόστου καὶ σημεῖο εὐλογίας, γινόταν ξαφνικὰ ἐμπόδιο καὶ κατάρα.