“Βλέποντας στὸ πολὺ τῆς ὀμορφιᾶς καὶ ὄχι πιὰ στὸ ἀτομικό, ὅπως ὁ δοῦλος, ποὺ ἀγαπάει τὴν ὀμορφιὰ ἑνὸς μόνο παιδαρίου ἢ ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου ἢ μιᾶς μόνο ἀσχολίας, κι ἔτσι δουλεύει στὴν φαυλότητα καὶ τὴν μικρολογία, ἀλλὰ ἔχοντας στραφεῖ στὸ πολὺ πέλαγος τοῦ καλοῦ, βλέποντας πολλούς, ὄμορφους καὶ μεγαλοπρεπεῖς λόγους, κυοφορεῖ σκέψεις μέσα σὲ ἄπειρη ἀγάπη γιὰ τὴν σοφία, ὥσπου ἐδῶ νὰ ἀποκτήσει δύναμη, νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ δεῖ καθαρὰ κάποια ἐπιστήμη μοναδική, τὴν γνώση ὅλης τῆς Ὀμορφιᾶς … Γιατὶ ὅποιος παιδαγωγηθεῖ ὣς ἐδῶ στὰ ἐρωτικά, ἔτσι ὥστε ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα νὰ βλέπει σωστὰ τὰ καλά, φθάνοντας πιὰ στὴν τελειότητα τῶν ἐρωτικῶν βιωμάτων θὰ δεῖ καθαρὰ τὸ ἕνα καλό, ποὺ ἔχει πρωτόγνωρη καὶ θαυμαστὴ φύση, ἐκεῖνο ἀκριβῶς, Σωκράτη, γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου ἦταν καὶ ὅλοι οἱ προηγούμενοι πόνοι. Πρῶτα πρῶτα αἰώνιο, ποὺ δὲν γίνεται καὶ δὲν χάνεται, δὲν μεγαλώνει οὔτε μικραίνει, ἔπειτα, ποὺ δὲν εἶναι ἔτσι καλὸ καὶ ἔτσι αἰσχρό, οὔτε τότε καλὸ καὶ τότε κακό, οὔτε καλὸ σὲ κάτι καὶ αἰσχρὸ σὲ κάτι ἄλλο, οὔτε ἐκεῖ καλὸ καὶ ἐκεῖ αἰσχρό, ἔτσι ποὺ γιὰ κάποιους νὰ εἶναι καλὸ καὶ γιὰ ἄλλους κακό. Οὔτε θὰ τοῦ παρουσιαστεῖ τὸ καλὸ σὰν αὐτὸ ἢ τὸ ἄλλο πρόσωπο ἢ χέρια οὔτε τίποτα ἄλλο σωματικό, οὔτε κανένας λόγος ἢ ἐπιστήμη, οὔτε νὰ βρίσκεται σὲ κάποιον ἄλλο, ὅπως σὲ ἕνα ζῶο ἢ στὴν γῆ ἢ στὸν οὐρανὸ ἢ κάπου ἀλλοῦ, ἀλλὰ τὸ ἴδιο μόνο του μὲ τὸν ἑαυτό του πάντοτε μὲ τὴν ἴδια ὄψη, ἐνῷ ὅλα τὰ ἄλλα καλὰ μετέχουν σὲ ἐκεῖνο κάπως ἔτσι, ὥστε ὅταν τὰ ἄλλα γίνονται καὶ χάνονται, ἐκεῖνο νὰ μὴ μεγαλώνει οὔτε νὰ μικραίνει οὔτε νὰ παθαίνει ὁτιδήποτε ἀπολύτως”.[576]