Στὴν θεία ἀγωγὴ καὶ τελειοποίηση ποὺ διενεργοῦσαν χαριζόμενες στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὑψωνόμενες ἀντιστρόφως, οἱ Ἰδέες δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ καταντήσουν διανοητικὴ ἀφαίρεση, “κι αὐτοὶ ποὺ χαμογελαστοὶ ἔσκαψαν τὸν ἀγρό μας, / μὲ τὴν μορφὴ τοῦ δούλου, τώρα ἀναγνωρίζονται, οἱ ὁλοζώντανες τῶν θεῶν οἱ δυνάμεις”[564] — μέσα σὲ κίνηση, προσθήκη ἐμπειρίας, ἔμπρακτη ἀναγωγή, παράκληση καὶ δοκιμασία, τὸ τέλος τῆς ὁποίας ὁδηγοῦσε τὸν βίο στὸ τέλος τῆς σύγκρισης, ὅπου κάθε διαφορὰ ὑποχωρεῖ: “ὁ φιλόσοφος, ὁ ὁποῖος εἶναι κοντὰ στὴν παρουσία τοῦ παντοτινοῦ ὄντος μέσα στὴν νόησή του, καθόλου εὔκολα δὲν εἶναι ὁρατός· γιατὶ ἡ χώρα ἐκείνη εἶναι λαμπερή. Γιατὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τῶν πολλῶν εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀντέξουν τὴν ὅραση τοῦ Θεοῦ”.[565] Στὸ ἀπόλυτο θάρρος, τὸ ὁποῖο οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦν ἐγρήγορση καὶ παρρησία, γεννιέται ἡ μακαριότητα τῆς φιλοσοφίας, ὅπως ἐξηγοῦσε ὁ Ἐμπεδοκλῆς — στὴν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ καταλαβαίνοντας πλήρη καὶ πραγματικὴ τὴν ἀπόλαυση τοῦ βίου: “μακάριος εἶναι ὅποιος ἀπέκτησε τὸν πλοῦτο τῆς θείας σοφίας, καὶ δειλὸς ὅποιου ἡ γνώση γιὰ τοὺς θεοὺς εἶναι μέσα στὸ σκοτάδι”.[566]