Τὴν σημασία τῶν πλατωνικῶν Ἰδεῶν ὡς θείων δυνάμεων ἀναγνωρίζει ἡ χριστιανικὴ παράδοση ἤδη μὲ τὸν μάρτυρα Ἰουστῖνο, στὸν Διάλογο πρὸς Τρύφωνα[555] ἀρχὲς τοῦ δευτέρου αἰῶνος. Ὁ Αὐγουστῖνος ἐπίσης: “ὁ Πλάτων ἔλεγε γιὰ τὶς Ἰδέες αὐτὲς ὅτι ἔχουν τόση δύναμη, ὥστε ὄχι μόνο δημιούργησε κάτι ὁ οὐρανὸς σύμφωνα μὲ αὐτές, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος σύμφωνα μὲ αὐτὲς ἔγινε”.[556] Ἔχοντας τὴν θεία φύση οἱ ἀρετὲς εἶναι ἀναλλοίωτες, ὥστε χαριζόμενες ἀφθαρτίζουν, μεταδίδουν στὸν ἄνθρωπο τὸ ἴδιο τὸ ἀναλλοίωτο.[557]

“Ἡ ἴδια ἡ ἰσότητα, ἡ ἴδια ἡ καλωσύνη καὶ ὀμορφιά, τὸ ἴδιο καθένα ποὺ ὑπάρχει, τὸ ὄν, μήπως ἐπιδέχεται ποτὲ μιὰ μεταβολὴ ὁποιαδήποτε; Ἢ μήπως πάντοτε καθένα τους ποὺ ὑπάρχει, ἔχοντας ἁπλὸ εἶδος τὸ καθένα καθεαυτό, παραμένει τὸ ἴδιο διαρκῶς καὶ ποτέ μὲ κανένα τρόπο καθόλου δὲν ἐπιδέχεται καμμιά ἀλλοίωση;”[558]

Τὶς θεῖες δυνάμεις ἢ Ἰδέες μεταδίδει ὁ ἔρωτας γιὰ νὰ μεταδοθεῖ ὁ ἴδιος: προχωρῶντας καταλαβαίνει κανεὶς τὴν ἐρωτικὴ ὁδὸ νὰ μεταμορφώνεται παρακλητικὰ στὶς δυνάμεις ποὺ περιέχει, ἐπιστρέφοντας τὸν ἄνθρωπο στὸν ἑαυτό της ποὺ εἶναι καὶ ὁ πιὸ δικός του ἑαυτός.[559] Τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα τοῦ Δία δὲν σημαίνει βία, ἀλλὰ τὸν Θεὸ ὡς ἀρχὴ μέσα σὲ κοινὴ φύση, ἀρχὴ ἀγάπης παρὰ ἐξουσίας, ὅπως καταλάβαινε καὶ ὁ Ἀριστοτέλης: