Μολονότι τὰ ὁμηρικὰ ἐναύσματα χωροῦσαν στὸ μεγάλωμα τῆς προσωπικῆς βίωσης καὶ διερεύνησής τους, παρὰ τὴν σχετικὴ κριτικὴ διέμεναν στὸ ἴδιο τὸ ἐπίκεντρο τῆς βραδύτερα καὶ περιεκτικώτερα δημιουργικῆς λαϊκῆς εὐσέβειας. Ἡ ἀντίθεση φιλοσοφίας καὶ πολυθεϊσμοῦ δὲν ἦταν ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν εὐφυΐα καὶ τὴν βλακεία ἢ στὸν ἀνθρωπομορφισμὸ καὶ τὴν ὑψηλὴ θεωρία, ἀλλὰ ἀνάμεσα στὴν πεῖρα τῆς ὑπερβατικῆς ἁπλότητας τοῦ Λόγου, καὶ στὴν ταυτόχρονη, ἐξίσου ἰσχυρή, πεῖρα τῆς ποικιλίας τῶν ἀρετῶν καὶ φανερώσεών Του.

Λογιστικὴ ἑνοποίηση τόσο τέλεια ὅσο ἀπὸ μόνη της κάθε φανέρωσή Του, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἔχουν οἱ ἀρχαῖοι σὲ καμμιά διάσταση, πολιτισμικὴ ἢ προσωπική, ζῶντας σὲ ἄγνοια τοῦ Ὀνόματος. Ἡ θρησκεία τους ἔφθασε σὲ ἀπίθανο ἀριθμὸ θεῶν, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀφοῦ κάθε ἄνθρωπος εἶναι μοναδικός, καὶ πιὰ ἄρχισαν νὰ χάνονται ὅλα τὰ ὀνόματα, ἐνῷ στὴν συνείδηση τόσο τῶν σοφῶν ὅσο τῆς κοινωνίας ὡς τέτοιας ἀναδυόταν ἄγνωστο, ἀνώνυμο καὶ ἐπικείμενο τὸ ἴδιο τὸ γνωστὸ θεῖο Πρόσωπο.

Σημειώσεις

551 Βλ. Πλάτωνος Συμπόσιον 210d κ.ἑ.