“Ἂς ποῦμε γιὰ ποιὸ λόγο πραγματικὰ συγκρότησε, Ἐκεῖνος ποὺ τὴν συγκρότησε, τὴν δημιουργία καὶ τὸ σύμπαν αὐτὸ ἐδῶ. Εἶναι ἀγαθός, καὶ ὁ ἀγαθὸς γιὰ κανένα δὲν νοιώθει ποτέ κανένα φθόνο. Κι ἐπειδὴ τοῦ εἶναι τελείως ξένος ὁ φθόνος, τὰ θέλησε ὅλα νὰ γίνουν ὅμοια μὲ τὸν Ἴδιο, ὅσο περισσότερο μποροῦν”.[567]

Πλούσιο μαζὶ καὶ προσωπικό, τὸ ἔργο τῶν Ἰδεῶν σημαίνει “καθολικὴ δυνατότητα κάθε γήινου πράγματος νὰ εἶναι ἄρτος καὶ οἶνος τῆς αἰώνιας ζωῆς”.[568] Ἡ πεῖρα αὐτὴ ὠφελεῖται καὶ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἡσυχία.

Μὲς στὴν πολλὴ συνάφεια τοῦ κόσμου / μὲς στὲς πολλὲς κινήσεις κι ὁμιλίες,[569] δηλαδὴ στὸ ἀντίθετο τῆς ἐρωτικῆς συνάντησης, ὄχι μόνο παρασύρεται κανεὶς σὲ περίσσεια τῆς ἄνοιας, ἀλλὰ (ὅπως χαρακτηριστικὰ συμβαίνει στὴν ἰνδουϊστικὴ κοινωνία) ἐμποδίζεται νὰ συνειδητοποιήσει τὸ πιὸ προφανές, τὴν ἴδια τὴν ἀπολύτως μοναδικὴ προσήλωση μὲ τὴν ὁποία τὸν φροντίζει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀλώνιος εἰδοποιεῖ ὅτι ἂν δὲν φτάσει ἄνθρωπος νὰ πεῖ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του, ὅτι ‘ἐγὼ μόνο καὶ ὁ Θεὸς εἴμαστε στὸν κόσμο’, δὲν θὰ βρεῖ ἡσυχία,[570] ὁ γέρων Μωϋσῆς συμβουλεύει, πήγαινε, κάθισε στὸ κελλί σου, καὶ τὸ κελλί σου θὰ σὲ διδάσκει τὰ πάντα,[571] ἐνῷ ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος θαυμάζει ὡς μεῖζον ἀσυγκρίτως, ἂν κάποιος μπόρεσε νὰ μὴ χάνει τὸν Θεὸ ἀκόμη κι ὅταν βρίσκεται στοὺς θορύβους τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀνθρώπων.[572]