“Κάποια μοναχικότητα φαίνεται πὼς εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ὑψηλότερης αἴσθησης, καὶ ὡς ἐκ τούτου μιὰ ὑπερβολικὰ ἔντονη συνάφεια τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους ἀναγκαστικὰ πνίγει κάποιο ἅγιο φύτρο, καὶ οἱ θεοί, οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν τὴν ἀνήσυχη ὀχλοβοὴ τῶν κοινωνικῶν συγχρωτισμῶν ποὺ μᾶς ἀποσποῦν, καὶ τὶς συζητήσεις γιὰ εὐτελῆ πράγματα, τρομάζουν καὶ φεύγουν.” Ἀλλὰ “ὅπου δὲν ὑπάρχουν Θεοί, ἐξουσιάζουν φαντάσματα”.[573]

 

ΜΙΑ ΔΙΑΣΤΑΣΗ λογιστικῆς ἀφαίρεσης εἶναι ὑπαρκτὴ στὶς πλατωνικὲς Ἰδέες, συγγενεῖς ὡς πρὸς αὐτὸ μὲ τὰ universalia τῶν σχολαστικῶν. Τὴν διάσταση αὐτὴ ἄλλοι ἐρευνητὲς ἀναγνωρίζουν ἀποκλειστικὰ εἴτε ὑπερτονίζουν, καὶ ἄλλοι ἀρνοῦνται τελείως, ὅμως ἐνῷ δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ (ἂς θυμηθοῦμε, χαρακτηριστικά, τὴν κριτικὴ τῆς τέχνης ὡς ἀποστάσεως ἀπὸ τὶς θεμελιωτικὲς τῶν ὄντων θεῖες ἔννοιες στὴν Πολιτεία), κάθε ἄλλο παρὰ ἐξαντλεῖ τὴν σημασία τῶν Ἰδεῶν, τῶν ὁποίων ἡ ἐκπεφρασμένα σωτηριολογικὴ προοπτικὴ θὰ ἔκλεινε προτοῦ ἀνοίξει, ἂν ἄφηνε ἀμέτοχο τὸ βίωμα, τὴν ἐπιθυμία, τὶς αἰσθήσεις, τὴν ἴδια τὴν ἀνώτερη ἢ ὑπέρλογη καὶ ὑπεραισθητὴ νοητικὴ αἴσθηση καὶ ἀπόβλεψη — ἀκριβῶς ἐκείνη, τὴν ὁποία κυρίως κι ἐν τέλει ἀποκλειστικῶς ζητοῦν νὰ ἐνεργοποιήσουν οἱ Ἰδέες, ὑπερβαίνοντας καὶ τὴν ἴδια τὴν πολλαπλότητά τους, μεταφέροντας τὸν ἄνθρωπο σὲ πληρότητα προσωπικῆς ἑνώσεως μὲ τὴν θεία Ἀρχή του.