“Ἡ ἐξουσία πάνω στὰ παιδιὰ εἶναι βασιλική: ὁ γεννήτορας ἄρχει ἐπειδὴ ἀγάπησε καὶ ἐπειδὴ προηγήθηκε, αὐτό εἶναι τὸ εἶδος τῆς βασιλικῆς ἀρχῆς. Γι’ αὐτὸ σωστὰ ὁ Ὅμηρος ἀποκάλεσε τὸν Δία Πατέρα ἀνθρώπων ἐπίσης καὶ θεῶν, τὸν βασιλέα ὅλων. Γιατὶ στὴν φύση του [στὸ ἀξίωμά του] πρέπει νὰ διαφέρει ὁ βασιλέας, ἀλλὰ στὸ γένος [στὴν οὐσία του] νὰ εἶναι ἴδιος, τὸ ὁποῖο ἀκριβῶς ἰσχύει γιὰ τὸ γηραιότερο πρὸς τὸ νεώτερο καὶ γιὰ τὸν γεννήτορα πρὸς τὸ παιδί του”.[560]

“Ἀνεπαισθήτως φθάνουν στὴν Ἀρχή, καὶ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλους τὰ Παιδιὰ τοὺς προϋπαντοῦν”,[561] ἐξηγεῖ ὁ Χαίλντερλιν γιὰ ὅσους φωτίζονται καὶ ἀναγνωρίζουν “τοὺς συμπολῖτες καὶ τὸ γένος τους, τοὺς πρωτότοκους, αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀπογραφεῖ στοὺς οὐρανούς”.[562]

“Συμβαίνει αὐτό, μοῦ εἶπε, νὰ εἶναι παντοτινὸς ὁ ἔρωτας ποιῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸ ἐπιδιώκουν, γιὰ ποιά πράξη τους τὴν σπουδὴ καὶ τὴν κοινή τους ὁρμὴ θὰ τὴν λέγαμε ἔρωτα; … Εἶναι ἡ γέννηση στὴν Ὀμορφιά … καὶ τὸ πρᾶγμα αὐτὸ εἶναι Θεῖο … Ὅποιος βλέπει τὴν Ὀμορφιὰ μὲ τὸ μάτι τῆς ψυχῆς, θὰ κυοφορήσει ὄχι εἴδωλα ἀρετῆς, ἐπειδὴ δὲν ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ κάποιο εἴδωλο, ἀλλὰ τὴν ἀληθινὴ ἀρετή, γιατὶ ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἀληθινό. Κι ἔχοντας γεννήσει καὶ θρέψει τὴν ἀληθινὴ ἀρετή, θὰ γίνει φίλος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀθάνατος ὁ ἴδιος, ἂν πράγματι ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει ἀθάνατος. Μήπως σοῦ φαίνεται ἄσχημη μιὰ τέτοια ζωή;”[563]