Καθένας ἀποκρίνεται σύμφωνα μὲ τὴν δύναμη ποὺ τοῦ χαρίζεται, στὸν βαθμὸ ποὺ τὴν ὑποδέχεται χωρὶς καθόλου νὰ ἔχει ἀξία ‘του’ καὶ ἱκανότητές ‘του’, ἀλλὰ μὲ τὴν ἡσυχία ποὺ γνωρίζει ὁ Ὅμηρος[624] καὶ ἀκόμη περισσότερο ἡ Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν Σοί προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα.

“Οἱ ποιητὲς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ διερμηνεῖς τῶν Θεῶν, κατεχόμενοι ἀπ’ ὅποιον Θεὸ καθένας κατέχεται. Αὐτά φανερώνοντας ὁ Θεός, ἐπίτηδες τραγούδησε τὸ καλύτερο μέλος μέσα ἀπὸ τὸν πιὸ φαῦλο ποιητή … καὶ μέσα ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς (ποιητές, ραψωδούς, ἀκροατές), ὁ ἴδιος ἕλκει τὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων ὅπου θέλει, κρεμῶντας τὴν Δύναμη ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο”.[625]

Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὴν προφητική, τὴν ἱερατικὴ καὶ πρωταρχικὰ μὲ τὴν ἐρωτικὴ ὁρμή. Ἡ ἐρωτικὴ ἔχει τὴν ἁμαρτία της στὴν περιφρόνηση καὶ τὴν προδοσία, εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ κάθε ἄλλη ἔνθεη ὁρμὴ καὶ περιαγωγή,[626] ὅλες οἱ ἄλλες πηγάζουν ἀπὸ τὴν ἐρωτική, περιέχονται μέσα της καὶ ὁδηγοῦν στὴν ἴδια.

Η ΨΥΧΗ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει ἀληθινὰ χωρὶς τὸ καλύτερό της. Ὅταν ὁ Πλάτων δηλώνει ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀγαπάει ἕνα παιδὶ εἶναι πιὸ θεϊκὸς ἀπὸ τὸ παιδί,[627] ἐννοεῖ τὸν μεγαλύτερο ζῆλο ποὺ ὑπάρχει στὴν ἐπίγνωση, ὅπως ὁ Ματθαῖος: δὲν ὑπάρχει μαθητὴς πάνω ἀπ’ τὸν δάσκαλό του … ἀρκετὸ στὸν μαθητὴ νὰ γίνει ὅπως ὁ δάσκαλός του[628]ὑπερβολικό, ὅταν παιδαγωγεῖ ὁ ἴδιος ὁ Λόγος. Τὸ ὅμοιο μεγαλώνει ἀπὸ τὸ περισσότερο ὅμοιο,[629] μυεῖται στὴν ἀρχὴ καὶ ἰσχὺ τοῦ κοινοῦ τους Λόγου. “Δὲν ὑπάρχει ἀνόητος μαθητὴς ἑνὸς ἱκανοῦ δασκάλου”,[630] οὔτε τὸ ἀντίστροφο, ὅταν δάσκαλος δὲν εἶναι κάποιο ὅριο γνώσεων ἢ δεξιοτήτων, ἀλλὰ τὸ ἀπεριόριστο τῆς φιλίας καὶ τῆς σοφίας της. Τότε καθένας γιὰ τὸν δάσκαλό του νοιώθει ὅ,τι ὁ Γρηγόριος ὁ Θαυματουργὸς γιὰ τὸν δικό του: “προσπαθοῦσε νὰ μᾶς μεταδώσει ὅσα ὁ Θεός, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πολλοὺς ἢ ἴσως μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας, μόνο σ’ ἐκεῖνον δώρισε … Κι ὅπως μιὰ σπίθα ξαφνικὴ στὸ μέσο τῆς ψυχῆς μας, ἔτσι ἄναψε καὶ ἔκαιγε ὁ ἔρωτας γιὰ τὸν Λόγο τῶν ὅλων … καὶ γι’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν ἄνδρα, τὸν φίλο καὶ ἄγγελο τοῦ Λόγου”.[631]