“Ἂν τὰ ἀνώτερα μέρη τοῦ νοῦ ὁδηγήσουν στὸν φιλόσοφο βίο καὶ στὴν ὑποταγὴ στὸν Θεὸ καὶ νικήσουν, τότε οἱ ἐρωτευμένοι κατευθύνουν τὴν ἐδῶ ζωή τους μέσα στὴν μακαριότητα καὶ τὴν ἡσυχία τῆς κοινῆς τους νόησης, ἔχοντας ἐξουσία ἐπάνω στὸν ἑαυτό τους καὶ ὄμορφη τάξη, ἔχοντας ὑποτάξει τὴν κακία καὶ ἐλευθερώσει τὴν ἀρετὴ τῆς ψυχῆς. Κι ὅταν τελειώσει ὁ βίος τους, ἀποκτοῦν φτεροῦγες καὶ γίνονται ἀνάλαφροι … Ὅμως ἡ μαθητεία καὶ συναναστροφὴ μὲ κάποιον ποὺ δὲν σὲ ἀγαπάει, ἡ ὁποία εἶναι διαποτισμένη ἀπὸ τὴν θνητὴ σωφροσύνη τῶν κανόνων κι ἔχει μόνο θνητὰ καὶ πενιχρὰ ὠφέλη, θὰ γεννήσει τὴν ἀνελευθερία, ποὺ τὴν ἐπαινεῖ τὸ πλῆθος σὰν νὰ ἦταν κάποια ἀρετή, καὶ θὰ ἀφήσει τὴν ψυχή σου νὰ τριγυρνάει ἐννιὰ χιλιάδες χρόνια στὸν κάτω κόσμο χωρὶς νοημοσύνη”.[651]

‘Χάρη’ στὸν συρμὸ τῆς δυτικῆς διανόησης, ἔχει εἰσαχθεῖ καὶ ἴσως ἐπικρατήσει ἀκόμη καὶ στὴν Ἑλλάδα ἡ ἔκφραση ‘πλατωνικὸς ἔρωτας’, ὡς ἐὰν ἐπρόκειτο γιὰ ἰδιαίτερη περίπτωση ἢ γιὰ κάτι ἐξωπραγματικό. Ἡ διάκριση πλατωνικοῦ καὶ μή πλατωνικοῦ ἔρωτα εἶναι μιὰ ἀπάτη. Αὐτός εἶναι ὁ ἔρωτας, καὶ χάρη στὴν ζωντανὴ πεῖρα του ἀξιώθηκαν οἱ ἀρχαῖοι νὰ πλησιάσουν τὴν ἀλήθεια σὲ βαθμὸ καὶ μὲ τρόπους ποὺ ντροπιάζουν ὁλόκληρη τὴν νεώτερη ‘φιλοσοφία’ τῶν διπλωμάτων καὶ τῶν μουσείων μας. Στὴν φιλία τους ὀφείλεται ἡ νοημοσύνη τους.