Τὸ ἴδιο συμβαίνει στὶς οἰκογενειακὲς καὶ κοινωνικὲς σχέσεις, παντοῦ πρωταρχικὰ παιδαγωγία ποὺ διενεργεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ ὅσα ἀποφασίζει ἢ ἐπιτρέπει. Ποίηση δὲν εἶναι μιὰ εἰδίκευση ἢ χαρισματικὴ ἐξαίρεση ἀλλὰ καθενὸς ἡ ἄσκηση καὶ παιδεία — πέρασμα μέσα ἀπὸ ἀμφίσημη ὕπαρξη: “οἱ Μανίες, ποὺ κατεῖχαν τὸν Ὀρέστη, ὅσο τὸν κρατοῦσαν στὴν κατάσταση τοῦ ἔκφρονος, τοῦ φαίνονταν μαῦρες. Ἀμέσως μόλις ἔκοψε τὸ δάκτυλό του καὶ ξανάγινε σώφρων, τοῦ παρουσιάστηκαν λευκές”.[621]
“Εἶναι οἱ γυιοὶ τῶν θεῶν. Διότι γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος / τὴν κατοικία του μὰ καὶ τὸ ζῶο ποῦ / θὰ χτίσει τὴ φωλιά του, ὅμως / στὴν ἀμάθητη ψυχὴ ἐκείνων / δόθηκε ἡ ἀτέλεια νὰ μὴ γνωρίζουν ποῦ πηγαίνουν. // Εἶναι μυστήριο αὐτὸ ποὺ ἀναβλύζει καθαρό. / Καὶ τὸ τραγούδι ἀκόμη, μόλις ποὺ ἐπιτρέπεται νὰ τὸ ἀποκαλύψει”.[622]
Βλέποντας τὸ ἔργο νὰ ξεπερνάει ἀσύγκριτα ὅσες (θὰ νόμιζε ὡς) ἱκανότητές του, κάθε προικισμένος ἄνθρωπος ἔχει βοήθεια νὰ μὴν ὑποχωρεῖ στὴν φυσίωση, χάνοντας ὁ ἴδιος ὅ,τι μεταδίδει στοὺς ὑπόλοιπους: “σπάνια ἕνας ἄνθρωπος εἶναι σὲ θέση νὰ κυβερνήσει τὰ χαρίσματά του … πάντα σχεδόν, τὸ ταλέντο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ κρατάει αἰχμάλωτο τὸν κτήτορα, σὰν νὰ τὸν ἔπιασε, θὰ λέγαμε, ἀπὸ τὸν γιακά — ναί, καὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς μ’ αὐτὸ τὸν ταπεινωτικὸ τρόπο”.[623] Φυσίωση εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς ὑπόστασης καὶ φιλίας, ὅταν τὸ μή ὂν καλεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς ὄν.