“Στὴν πόλη ποὺ εἶναι νὰ κατοικηθεῖ, μοῦ φαίνεται πὼς ἔτσι πρέπει νὰ νομοθετήσεις, ὁ ἐραστής τους νὰ τὰ ἀγαπάει καὶ νὰ εἶναι μαζί τους καὶ νὰ ἀγγίζει τὰ παιδιὰ ὅπως τὸν γυιό του, ἔχοντας στὴν σκέψη του καὶ γεννῶντας μέσα τους κάθε τὶ ὄμορφο καὶ καλό, ἂν τὸν ἀκολουθοῦν, καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἔτσι νὰ πλησιάζει σὲ ὁποιονδήποτε ἔχει στρέψει τὴν προσοχή του, ὥστε ποτὲ οὔτε κατὰ διάνοια νὰ μὴν ἔχει σχέση μαζί του γιὰ κανένα ἄλλο σκοπὸ πέρα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἴπαμε, διαφορετικά, θὰ ὑποστεῖ τὸν ψόγο τῆς ἀμουσίας καὶ τῆς ἀπειροκαλίας”.[646]

Ἔστω δοκιμαζόμενος ἀπὸ κατώτερες ὁρμές, ὁσοδήποτε ἀνώριμος καὶ ἀτελὴς ὁ ἔρωτας ὑπερέχει ἀσυγκρίτως ἀπὸ τοὺς μηχανισμοὺς ἀπρόσωπης ‘παιδείας’, ὅταν τὴν ψυχὴ ‘συνετίζουν’ καὶ πράγματι νεκρώνουν κανόνες, πειθαρχίες καὶ συμβάσεις. Ἐραστὲς πραγματικοὶ ἀλλὰ ἀνώριμοι, μέσα ἀπὸ διαδοχὲς δουλώσεως στὸ αἰσθησιακὸ πάθος, μεταμέλειας, καὶ ἐπιστροφῆς στὴν ἐλευθερία, ἔχουν ἀτελῆ ἀλλὰ πάντως θεία ζωή, στὸν βαθμὸ τῆς διαμονῆς στὸν Λόγο τῆς σχέσης τους.[647] Τὸ ἴδιο συμβαίνει στὸ μυστήριο τῆς γαμήλιας ζωῆς, ποὺ ἁγιάζει τὴν κλίνη, ὡσότου ὁ αἰσθησιασμὸς ὑποχωρήσει,[648] ὁπότε ἄγγιγμα, λόγος καὶ προσευχὴ ἔχουν γίνει ἕνα.[649] Ἔτσι ὁ Θεὸς οὐσιώνει τὸ τίποτα, καλεῖ τὰ μή ὄντα ὡς ὄντα. Ἀληθινὴ ζωή, παιδεία καὶ ἄσκηση ἀρχίζει μὲ τὸν ἔρωτα καὶ τελειοποιεῖται στὴν ὑπερβολὴ τοῦ ἔρωτα: ὅταν ἔρθουν τὰ δύο σὲ ἑνότητα, εἶναι ὁ Θεός.[650]