“Ἡ ψυχή, ἂν εἶναι νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό της, στὴν ψυχὴ πρέπει νὰ κοιτάξει, καὶ μάλιστα σ’ ἐκεῖνο τὸν τόπο τῆς ψυχῆς, ὅπου γεννιέται ἡ ἀρετή, δηλαδὴ ἡ σοφία, καὶ σὲ ὅ,τι ἄλλο μοιάζει μὲ αὐτό”.[641]

“Καλὰ τὸ λένε οἱ παλιοί, ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Θεία Φρόνηση, μία καὶ ἡ ἴδια ἀρετὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, καὶ ἡ ψυχὴ μελετάει καὶ σπουδάζει νὰ δεῖ τὸν ἑαυτό της ὅπως σὲ καθρέφτη, καὶ νὰ καθρεφτίζει μέσα της τὸν Θεῖο Νοῦ, ἂν ἔφθανε νὰ ἀξίζει τέτοια Κοινωνία, καὶ νὰ ἐξιχνιάζει κάποια ἀπόρρητη ὁδὸ γιὰ τὴν ἕνωση αὐτὴ μὲ τὸν Θεό”.[642]

“Ὁ ἄπειρος Θεὸς ποὺ εἶναι μέσα στὴν ψυχὴ συλλαμβάνει τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ἄπειρος. Ὁ Θεὸς συλλαμβάνει τὸν Θεὸ καὶ ὁ Ἴδιος ἐργάζεται στὴν ψυχὴ τὸν ἑαυτό Του καὶ τῆς δίνει τὴν μορφή Του”.[643]

ΤΗΝ ΟΡΜΗ τῆς σεξουαλικῆς ἡδονῆς, ποὺ μερικοὶ νομίζουν ἀναγκαῖο ἢ ἀκόμη τὸ πιὸ κύριο στοιχεῖο τοῦ ἔρωτα, ὁ Πλάτων περιγράφει καθαρὰ ὡς ἀσθένεια, τύφλωση τοῦ νοῦ καὶ πράγματι ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν ἄλλο — προσωρινὴ καί συγγνωστή, στὸν βαθμὸ ποὺ προηγεῖται γνήσια σχέση: ἡ ἀμοιβαία ὑποταγὴ στὴν αὐτοϊκανοποίηση ἐξορίζει τοὺς ἐραστὲς στὸ σκοτάδι[644] — “ἐπιθυμία ποὺ διαλύει τοὺς νοεροὺς τόνους καὶ παρασύρει στὴν ὕλη τὴν ὁρμὴ τῆς ψυχῆς”[645] — ὅμως ὁ νοῦς δὲν ἐπιμένει στὸ μηδὲν τῆς τύφλωσης καὶ τοῦ κορεσμοῦ, τὸ καταστρέφει στὴν μεταμέλεια, τὴν ἱερότητα, τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἡσυχία τῆς σχέσης ποὺ προηγεῖται. Ὅσο πιὸ γνήσια ἡ ἐρωτικὴ ἑνότητα, τόσο λιγώτερο ἀποβλέπει στὸ ὅποιο φῦλο, ἀπολαμβάνοντας τὴν ἑνιαία θεία προέλευση, φύση καὶ φανέρωση τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε κάθε φυλικὴ ὁρμή, φιλομόφυλη ἢ φιλετερόφυλη, ὅποτε ὑπάρχει καὶ ὅσο διαρκεῖ, σημαίνει ἀμέσως στροφὴ τῆς προσοχῆς στὸ ἀπρόσωπο καὶ ἀσήμαντο, ὁδηγούμενη ἀπὸ κορεσμὸ σὲ κορεσμὸ (μὲ ἀλλαγὲς συντρόφων, κτὅ.), εἴτε καταλήγοντας ἀκόμα καὶ στὴν πλήρη ἀπελπισία. Τὴν στροφὴ αὐτὴ στὸ ἀπρόσωπο ὀνόμαζε ὁ Παῦλος ἀσχημοσύνη.