“Ἡ ἀνοιχτόκαρδη φιλοξενία, ἡ προτίμηση καὶ ὁ σεβασμὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀντιπροσώπευε τὴν Εἰκόνα τῆς θεότητας, ἡ βεβαιότητα ὅτι καμμιά καλὴ σκέψη δὲν γεννιέται στὴν ψυχὴ χωρὶς τὴν κυρίαρχη θέληση τοῦ ὄντος ποὺ εἶναι ἀνώτερό μας, καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ τίποτε νὰ κατορθώσει μόνος, μὲ τὶς δικές του μόνο δυνάμεις — ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι γεμάτες οἱ σελίδες τῆς Ὀδύσσειας … ὅλα σκέψου νὰ τὰ βλέπει, νὰ τὰ ἀκούει, νὰ τὰ φαντάζεται καὶ νὰ τὰ μαντεύει ἕνας γέροντας. Κι αὐτὸς ὁ γέροντας νὰ εἶναι στερημένος ἀπὸ τὰ μάτια του, τὰ μάτια ποὺ ἔχουν ὅλοι οἱ ἄλλοι θνητοί. Κάτεχε ὅμως τὸ μάτι ἐκεῖνο τὸ ἐσωτερικό, ποὺ δὲν εἶχαν οἱ ὅμοιοί του … Μ’ ὅλη τὴν ἀτέλεια τῆς θρησκείας τους … ὁλόκληρο τὸ Εἶναι τῶν Ἑλλήνων κατόρθωσε νὰ ἀποβεῖ εὐγενικὸ καὶ μεγαλοπρεπές, ἀπὸ τὴν ὁμιλία τους ὣς τὴν μικρότερη χειρονομία τους, ὣς ἀκόμη καὶ τὶς πτυχώσεις τοῦ φορέματός τους. Μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι διαβλέπει σ’ αὐτοὺς τὴν θεία καταγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου”.[720]
Ο ΑΓΙΟΣ Συμεὼν γράφει ὅτι “ὅπως τὴ νύχτα, μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια, βλέπουμε μόνο στὸν τόπο ποὺ ἀνάβουμε τὸ λυχνάρι μὲ τὸ φῶς, ἐνῷ ὅλος ὁ ὑπόλοιπος κόσμος εἶναι γιὰ μᾶς νύχτα, ἔτσι γιὰ ὅσους κοιμῶνται στὴ νύχτα τῶν ἁμαρτιῶν, ὁ ἀγαθὸς Κύριος γίνεται μικρὸ φῶς, ἂν καὶ εἶναι Θεὸς ἀχώρητος ἀπὸ ὅλα, ἐπειδὴ μᾶς λυπᾶται γιὰ τὴν ἀρρώστια μας.
Σελ. 1234567891011121314151617181920212223