Ἂν τὸ ὕψος κάθε πολιτισμοῦ φανερώνεται κατὰ κύριο λόγο στὸ Ἱερό, προέχει ὅ,τι θύμιζε ὁ Μπερξὸν γιὰ τοὺς Θεοὺς τῆς Ρώμης, πὼς εἶναι τελείως ψεύτικοι, προσχηματικοί, “συμπίπτουν μὲ τὴν λειτουργία μὲ τὴν ὁποία τοὺς περιέβαλαν, καὶ κατὰ κάποιο τρόπο τοὺς βρίσκουμε μέσα σ’ αὐτὴν σὰν σὲ ἀκινησία.
“Μόλις ἔχουν σῶμα, ἐννοῶ μορφὴ ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τὴν φανταστοῦμε. Μόλις εἶναι θεοί. Ἀντίθετα, κάθε θεὸς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας ἔχει τὴν φυσιογνωμία του, τὸν χαρακτῆρα του, τὴν ἱστορία του. Πηγαινοέρχεται, ἐνεργεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῶν λειτουργιῶν του. Διηγοῦνται τὶς περιπέτειές του, περιγράφουν τὴν ἐπέμβασή του στὶς ὑποθέσεις μας…”[32]
Ἔτσι μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ γιὰ ποιὸ λόγο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἀρχιτεκτονική, τὰ πιὸ σημαντικὰ ἔργα τῆς Ρώμης εἶναι κοσμικὰ κτίρια, ὄχι ναοί — διαφορὰ ὑπαρκτὴ χαρακτηριστικὰ στὸ ἴδιο τὸ παιχνίδι, παρατηρεῖ ὁ Σίλλερ.
“Ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ διαπιστώσει κανεὶς ποιὸ εἶναι τὸ ἰδεῶδες ἑνὸς ἀνθρώπου γιὰ τὸ ὡραῖο, εἶναι νὰ ψάξει νὰ βρεῖ πῶς αὐτὸς ἱκανοποιεῖ τὸ ἔνστικτό του γιὰ τὸ παιχνίδι. Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἐτέρπονταν παρακολουθῶντας στὴν Ὀλυμπία τοὺς ἀναίμακτους ἀγῶνες δύναμης, δρόμου, πάλης ἢ τὸν ἀνωτέρου ἐπιπέδου συναγωνισμὸ ταλέντων, ἐνῷ ἀντίθετα, στὴν περίπτωση τοῦ ρωμαϊκοῦ λαοῦ, ἀναψυχὴ ἀποτελοῦσε ἡ ἐπιθανάτια ἀγωνία τοῦ ἡττημένου ξιφομάχου ἢ τοῦ Λίβυου ἀντιπάλου του, εἶναι δεδομένα ποὺ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ κατανοήσουμε γιατί πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὶς ἰδεώδεις μορφὲς τῆς Ἀφροδίτης, τῆς Ἥρας ἢ τοῦ Ἀπόλλωνα στὴν Ἑλλάδα καὶ ὄχι στὴν Ρώμη”.[33]
Σελ. 12345678910111213141516171819202122232425