Μιλῶντας γιὰ τὰ δεινὰ τοῦ νομοκρατικοῦ πολιτισμοῦ ὁ συγγραφέας τῶν (ὁσοδήποτε συμβολικῶν, πάντως) Νόμων δὲν ὑπαινίσσεται ὡς ἰδανικὸ κάποιο εἶδος ἀναρχίας — ἀντιθέτως, ἀποδεικνύει ἄκρως ἐπικίνδυνη τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν Ἀρχή, στὴν ἀνάδυση ὡς ψευδο–δικαιοσύνης τῆς σύμβασης ἢ ἀπόλυτης θεμελίωσης καὶ ἐγκατάλειψης τῆς κοινωνίας στὴν θέσμιση, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἔχει λόγο γιὰ νὰ ζεῖ τόσο μικρό, ὥστε δὲν ἔχει λόγο γιὰ νὰ πεθαίνει, τεχνητὸ πρᾶγμα ὁ ἴδιος, ὑπο–λογισμένο, συμβατικὸ καὶ ἀσήμαντο.

Ὁ Πλάτων ἀντιτάσσει στὸν ὑπαγόμενο σὲ ὁρίζοντα πλαστότητας, μόχθου καὶ καταναγκασμοῦ δικανικὸ βίο, τὶς ποιότητες τῆς ἐλευθερίας ποὺ καρποφορεῖ στὴν ἀληθινὴ δικαιοσύνη, ὅταν ἡ ζήτηση τοῦ ὄντος, πληρότητος τοῦ νοήματος μὲ ὁποιοδήποτε τίμημα καὶ πέρα ἀπὸ κάθε σύμβαση καὶ ἀνάγκη, μεγαλώνει στὴν ψυχὴ εὐθύτητα, ἀκεραιότητα, ἡσυχία, ἀφοβία, ἐμπιστοσύνη… Στὸν φόβο, τὴν καχυποψία καὶ τὸν δόλο ὁ ἄνθρωπος κυρτώνει καὶ ὁδηγεῖται στὴν πώρωση, νομίζοντας ἀρετὴ ἀκόμα καὶ τὴν δουλεία του στὴν βιομέριμνα, τὴν μικρότητα καὶ τὸν μηχανισμό.

Δὲν θὰ διαφωνήσω μὲ ὅσους μιλοῦν γιὰ θεμελίωση τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς στοὺς Ἕλληνες, ἀρκεῖ νὰ μὴ παραβλέπονται οὐσιώδεις διαφορὲς τὶς ὁποῖες εἰσάγει ἡ οἰκειοποίηση. Στὰ θεμέλια ἐγγράφεται τὸ μέγιστο δυνατὸ ὕψος, ἀλλὰ δὲν προκύπτει οὔτε ἐλάχιστο ὕψος ἀπὸ μόνη τὴν δυνατότητα. Ὁ Λούθηρος μποροῦσε καὶ νὰ συναρπάζεται νομίζοντας ὅτι “γινόμαστε ὅλοι Ἕλληνες”,[49] ὅμως ὁ προτεσταντικὸς χαρακτήρας, ὅπως ἤδη ὁ παπικός, παρὰ τὰ ὅσα κοινὰ δὲν ἔχουν μικρὴ ἢ ἔστω ἀσήμαντη ἀπόσταση ἀπὸ τὸν ἑλληνικό, πέρα καὶ ἀπὸ τὶς διαφορὲς ποὺ διαιροῦν τὶς ἴδιες τὶς προτεσταντικὲς ὁμολογίες μεταξύ τους. Γι’ αὐτὸ δὲν παύω νὰ θεωρῶ καθοριστικὴ γιὰ κάθε λαὸ τὴν οἰκεία βούλησή του καὶ πρωταρχικὸ τὸν ἰδιαίτερο χαρακτῆρα του, ἀπ’ ὅπου κυρίως πηγάζει ἡ βούληση καὶ ὅλη ἡ πράξη του.